κοινόβιος: Difference between revisions
οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύ → good is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ο (AM [[κοινόβιος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που ζει από κοινού με άλλους<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[κοινόβιο]](<i>ν</i>)<br />α) <b>εκκλ.</b> το [[μοναστήρι]] στο οποίο διαμένουν πολλοί μοναχοί οι οποίοι ακολουθούν [[κοινή]] [[λατρεία]], έχουν [[κοινή]] [[κατοικία]] και [[διατροφή]] και διοικούνται από ηγούμενο τον οποίο εκλέγουν οι ίδιοι<br />β) η από κοινού [[συμβίωση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> α) (στη Λαϊκή Κίνα) [[μεγάλος]] [[αγροτικός]] [[παραγωγικός]] [[συνεταιρισμός]] με έντονο κολλεκτιβιστικό χαρακτήρα, [[βασικός]] [[πυρήνας]] της κινεζικής σοσιαλιστικής κοινωνίας σε μια ορισμένη ιστορική περίοδο, στον οποίο ίσχυε η [[διαβίωση]] σε [[κοινότητα]]<br />β) <b>βιολ.</b> [[σύνολο]] πολλών κυττάρων που αποτελεί ένα [[είδος]] αριθμητικά και μορφολογικά καθορισμένης αποικίας και απαντά σε [[πολλά]] [[φύκη]] της ομάδας βολβοκώδη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοινός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>βιος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βίος]]), | |mltxt=-α, -ο (AM [[κοινόβιος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που ζει από κοινού με άλλους<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[κοινόβιο]](<i>ν</i>)<br />α) <b>εκκλ.</b> το [[μοναστήρι]] στο οποίο διαμένουν πολλοί μοναχοί οι οποίοι ακολουθούν [[κοινή]] [[λατρεία]], έχουν [[κοινή]] [[κατοικία]] και [[διατροφή]] και διοικούνται από ηγούμενο τον οποίο εκλέγουν οι ίδιοι<br />β) η από κοινού [[συμβίωση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> α) (στη Λαϊκή Κίνα) [[μεγάλος]] [[αγροτικός]] [[παραγωγικός]] [[συνεταιρισμός]] με έντονο κολλεκτιβιστικό χαρακτήρα, [[βασικός]] [[πυρήνας]] της κινεζικής σοσιαλιστικής κοινωνίας σε μια ορισμένη ιστορική περίοδο, στον οποίο ίσχυε η [[διαβίωση]] σε [[κοινότητα]]<br />β) <b>βιολ.</b> [[σύνολο]] πολλών κυττάρων που αποτελεί ένα [[είδος]] αριθμητικά και μορφολογικά καθορισμένης αποικίας και απαντά σε [[πολλά]] [[φύκη]] της ομάδας βολβοκώδη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοινός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>βιος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βίος]]), [[πρβλ]]. <i>αιωνό</i>-<i>βιος</i>, <i>εφημερό</i>-<i>βιος</i>]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''κοινόβιος:''' ὁ совместная жизнь, общежитие Gell. | |elrutext='''κοινόβιος:''' ὁ совместная жизнь, общежитие Gell. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:44, 23 August 2021
English (LSJ)
ον, A living in community with others, Ptol.Tetr.119, Iamb. VP5.29. II as Subst. κοινόβιον, τό, life in community, dub. l. in Gell.1.9 fin. 2 monastery, Just.Nov.123.36, al., PSI8.953.9 (vi A.D.).
German (Pape)
[Seite 1468] mit Anderen in Gemeinschaft lebend, Iambl. u. a. Sp.; – τὸ κοινόβιον, ein Kloster, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κοινόβιος: -ον, ζῶν κοινοβιακῶς μετ’ ἄλλων, Ἰάμβλ. ἐν Βίῳ Πυθ. 29, Πτολεμ. Τετράβ. σ. 119. 24. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., κοινόβιον, τό, βίος ἐν κοινότητι, πιθανὴ γραφ. ἐν Γελλ. 1. 9, ἐν τέλ. 2) = Λατ. coenobium, κοινοβιακὸν μοναστήριον, Ἐκκλ.
Greek Monolingual
-α, -ο (AM κοινόβιος, -ον)
1. αυτός που ζει από κοινού με άλλους
2. το ουδ. ως ουσ. το κοινόβιο(ν)
α) εκκλ. το μοναστήρι στο οποίο διαμένουν πολλοί μοναχοί οι οποίοι ακολουθούν κοινή λατρεία, έχουν κοινή κατοικία και διατροφή και διοικούνται από ηγούμενο τον οποίο εκλέγουν οι ίδιοι
β) η από κοινού συμβίωση
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. α) (στη Λαϊκή Κίνα) μεγάλος αγροτικός παραγωγικός συνεταιρισμός με έντονο κολλεκτιβιστικό χαρακτήρα, βασικός πυρήνας της κινεζικής σοσιαλιστικής κοινωνίας σε μια ορισμένη ιστορική περίοδο, στον οποίο ίσχυε η διαβίωση σε κοινότητα
β) βιολ. σύνολο πολλών κυττάρων που αποτελεί ένα είδος αριθμητικά και μορφολογικά καθορισμένης αποικίας και απαντά σε πολλά φύκη της ομάδας βολβοκώδη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + -βιος (< βίος), πρβλ. αιωνό-βιος, εφημερό-βιος].
Russian (Dvoretsky)
κοινόβιος: ὁ совместная жизнь, общежитие Gell.