ἠερόεις: Difference between revisions
Δούλου γὰρ οὐδὲν χεῖρον οὐδὲ τοῦ καλοῦ → Res nulla servo peior est, etiam bono → Ein Sklave ist das schlechteste, selbst wenn er gut
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
|||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἠερόεις]], -εσσα, -εν (Α)<br />(επικ. και ιων. τ. του άχρ. [[ἀερόεις]])<br /><b>1.</b> [[νεφελώδης]], [[σκοτεινός]], [[ζοφερός]] («[[ἠερόεις]] [[Τάρταρος]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (για ασθενή) [[ωχρός]], [[πελιδνός]] («χροιήν ἠερόεσσαν», <b>Νίκ.</b>)<br /><b>3.</b> (επίθ. για τον όναγρο) [[ταχύς]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «ἠερόεντα κέλευθα» — η σκοτεινή [[κάθοδος]] στον Άδη, δηλ. ο [[θάνατος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ηερο</i>-, ιων. τ. <i>αερο</i>- (<span style="color: red;"><</span> <i>αήρ</i>, [[πρβλ]]. ιων. γεν. <i>ηέρος</i>) <span style="color: red;">+</span> καταλ. -<i>όεις</i>, [[πρβλ]]. | |mltxt=[[ἠερόεις]], -εσσα, -εν (Α)<br />(επικ. και ιων. τ. του άχρ. [[ἀερόεις]])<br /><b>1.</b> [[νεφελώδης]], [[σκοτεινός]], [[ζοφερός]] («[[ἠερόεις]] [[Τάρταρος]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (για ασθενή) [[ωχρός]], [[πελιδνός]] («χροιήν ἠερόεσσαν», <b>Νίκ.</b>)<br /><b>3.</b> (επίθ. για τον όναγρο) [[ταχύς]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «ἠερόεντα κέλευθα» — η σκοτεινή [[κάθοδος]] στον Άδη, δηλ. ο [[θάνατος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ηερο</i>-, ιων. τ. <i>αερο</i>- (<span style="color: red;"><</span> <i>αήρ</i>, [[πρβλ]]. ιων. γεν. <i>ηέρος</i>) <span style="color: red;">+</span> καταλ. -<i>όεις</i>, [[πρβλ]]. [[δακρυόεις]], [[κυματόεις]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 19:06, 23 August 2021
English (LSJ)
εσσα, εν, Ion. and Ep. for ἀερόεις (q.v., cf. cj. in Telest.1.12) A cloudy, murky, Τάρταρος Il.8.13, al., cf. Hes.Th.119; ζόφος Il.15.191, etc.; ἠερόεντα κέλευθα the murky road (i.e. death), Od.20.64; later ἠ. ἴασπις D.P. 724; μόλυβδος Man.6.391; livid, χροιή Nic.Th.257. II epithet of ὄναγρος,= ταχύς, acc. to Sch., Opp.C.3.183.
German (Pape)
[Seite 1155] εσσα, εν, ion. u. ep. statt ἀερόεις, dämmerig, nebelig, dunkel; Τάρταρος Il. 8, 13; Hes. Th. 119. 682 u. sp. D., wie Orph. H. 55, 10; so auch ζόφος, Il. 15, 191. 21, 56, von der Schattenseite der Erde; ἠερόεντα κέλευθα, der dunkle Todesweg, Od. 20, 64. Bei Qu. Sm. 6, 422 heißt so auch der hohe Olympus; ἴασπις D. Per. 7, 24; vgl. χροιή Nic. Ther. 257; Opp. Cyn. 3, 74.
Greek (Liddell-Scott)
ἠερόεις: εσσα, εν, Ἰων καὶ Ἐπ. ἀντὶ ἀερ-, ὅπερ σχεδὸν οὐδαμοῦ εὕρηται, συννεφώδης, σκοτεινός, Τάρταρος Ἰλ. Θ. 13, κτλ., Ἡσ. Θ. 119· ζόφος Ἰλ. Ο. 191, κτλ.· ἠερόεντα κέλευθα, ἡ ζοφερὰ ὁδός, δηλ. ὁ θάνατος, Ὀδ. Υ. 64· παρὰ μεταγεν., ἠερ. ἴασπις Διον. Π. 724· μόλιβδος Μανέθων 6. 391· πελιδνός, ἐπὶ ἀσθενοῦς, Νίκ. Θ. 257.
French (Bailly abrégé)
ion. p. ἀερόεις.
English (Autenrieth)
εσσα, εν (άήρ): cloudy, gloomy, mostly with reference to the nether world, Il. 8.13, Il. 15.191, Od. 20.64.
Greek Monolingual
ἠερόεις, -εσσα, -εν (Α)
(επικ. και ιων. τ. του άχρ. ἀερόεις)
1. νεφελώδης, σκοτεινός, ζοφερός («ἠερόεις Τάρταρος», Ομ. Ιλ.)
2. (για ασθενή) ωχρός, πελιδνός («χροιήν ἠερόεσσαν», Νίκ.)
3. (επίθ. για τον όναγρο) ταχύς
4. φρ. «ἠερόεντα κέλευθα» — η σκοτεινή κάθοδος στον Άδη, δηλ. ο θάνατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηερο-, ιων. τ. αερο- (< αήρ, πρβλ. ιων. γεν. ηέρος) + καταλ. -όεις, πρβλ. δακρυόεις, κυματόεις].
Greek Monotonic
ἠερόεις: -εσσα, -εν, Επικ. αντί ἀερ- (ἀήρ), «συννεφώδης», σκοτεινός, ομιχλώδης, θαμπός, ζοφερός, σε Ομήρ. Ιλ.· ἠερόεντα κέλευθα, η ζοφερή οδός (δηλ. ο θάνατος), σε Ομήρ. Οδ.
Frisk Etymological English
ἠεροειδής Meaning: misty, cloudy,
Etymology: s. ἀήρ, ἠέρος
Middle Liddell
ἠερόεις, εσσα, εν [epic for ἀερόεις [ἀήρ]
hazy, murky, Il.; ἠερόεντα κέλευθα the murky road (i. e. death), Od.
Frisk Etymology German
ἠερόεις: ἠεροειδής
{ēeróeis}
Meaning: nebelig, umwölkt,
Etymology : von ἀήρ, ἠέρος, s. d.
Page 1,624