ζάκορος: Difference between revisions
καὶ οἱ ἀμαθέστατοι τῶν ἰατρῶν τὸ αὐτὸ σοὶ ποιοῦσιν, ἐλεφαντίνους νάρθηκας καὶ σικύας ἀργυρᾶς ποιούμενοι καὶ σμίλας χρυσοκολλήτους: ὁπόταν δὲ καὶ χρήσασθαι τούτοις δέῃ, οἱ μὲν οὐδὲ ὅπως χρὴ μεταχειρίσασθαι αὐτὰ ἴσασιν → the most ignorant of doctors do the same as you, getting themselves ivory containers, silver cupping instruments, and gold-inlaid scalpels; but when it's time to use those things, they haven't the slightest notion of how to handle them
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ζάκορος]], ὁ, ἡ (Α), ζάκορον, τὸ (Μ)<br />[[νεωκόρος]], [[υπηρέτης]] του ναού («[[ζάκορος]] θεῶν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br />(<b>το ουδ.</b>) <i>ζάκορον</i><br />([[κατά]] τον Νικ. Χων.) «[[γυναικάριον]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. <i>ζακόρος</i> θεωρείται ορθότερος από τον [[ζάκορος]]. Σύνθ. <span style="color: red;"><</span> <i>ζα</i> <span style="color: red;">+</span> -[[κόρος]] (<span style="color: red;"><</span> <i>κορώ</i> «[[σκουπίζω]], [[καθαρίζω]]» [[πρβλ]]. | |mltxt=[[ζάκορος]], ὁ, ἡ (Α), ζάκορον, τὸ (Μ)<br />[[νεωκόρος]], [[υπηρέτης]] του ναού («[[ζάκορος]] θεῶν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br />(<b>το ουδ.</b>) <i>ζάκορον</i><br />([[κατά]] τον Νικ. Χων.) «[[γυναικάριον]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. <i>ζακόρος</i> θεωρείται ορθότερος από τον [[ζάκορος]]. Σύνθ. <span style="color: red;"><</span> <i>ζα</i> <span style="color: red;">+</span> -[[κόρος]] (<span style="color: red;"><</span> <i>κορώ</i> «[[σκουπίζω]], [[καθαρίζω]]» [[πρβλ]]. [[νεωκόρος]], [[σηκοκόρος]]). Το αντίστοιχο μυκηναϊκό <i>dakoro</i> δείχνει πως το αρχικό <i>δα</i>- ανάγεται πιθ. σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>dm</i> συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] της <i>dem</i>- «[[χτίζω]], [[κατασκευάζω]]» ([[πρβλ]]. [[δέμω]], [[δάπεδο]]) μια από τις σημασίες της ετεροιωμένης βαθμίδας <i>dom</i> (> [[δόμος]]) της οποίας [[είναι]] «[[ναός]]». <i>Δακόρος</i> [[λοιπόν]] [[είναι]] [[εκείνος]] που καθαρίζει, φροντίζει τον ναό, ο [[υπηρέτης]] του ναού. Αν η [[ετυμολογία]] αυτή ευσταθεί, [[τότε]] το αρχικό α' συνθετικό <i>δα</i>- αντικαταστάθηκε από το <i>ζα</i>- με την [[ίδια]] παρετυμολογική [[σύνδεση]] που δημιούργησε παράλληλο τ. <i>ζά</i>-<i>πεδον</i> στο <i>δά</i>-<i>πεδον</i>. Άλλη [[παρετυμολογία]] στους αρχαίους χρόνους συνέδεσε το <i>ζα</i>- του <i>ζα</i>-[[κόρος]] με το <i>διά</i> του <i>διά</i>-<i>κονος</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ζακορεύω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> <i>αρχιζακόρος</i>, <i>υποζακόρος</i>. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 07:30, 24 August 2021
English (LSJ)
ὁ and ἡ, A attendant in a temple (more honourable than νεωκόρος acc. to Philem.Lex. (cf. Philol.57.353 sqq.) in Reitzenstein Gesch.d.Gr.Etym.p.394), ζ. Ἀφροδίτης Hyp.Fr.178; θεῶν Plu.Cam.30; Δηοῦς IG3.713.1: abs., Anon.Oxy.218ii14; τὰς ἱερείας καὶ τὰς ζ. IG12.4.14 (v B.C.), cf. ib.7.1883 (Thespiae), Men.126, 311, IG12(2).484.21 (Mytil., late), Plu. Sull.7, etc.
German (Pape)
[Seite 1136] ὁ, ἡ, Tempeldiener, Priester, aber nach Thom. Mag. σεμνότερόν τι ἦν νεωκόρου; Plut. Sull. 7, ἱερεῖς καὶ ζάκοροι θεῶν Cam. 30; ἡ ζ. Ἀφροδίτης Ath. XIII, 590 d; vgl. Nic. Al. 217. Uebh. = ὑπηρέτης, Suid. Nicht mit Buttm. Lexil. I p. 220 eins mit διάκονος u. διάκτορος, sondern ζακόρος, gleichsam Erzdiener; Suid. erkl. ὁ τὸν ναὸν σαρῶν, also von κορεῖν, w. m. s.
Greek (Liddell-Scott)
ζάκορος: ὁ, καὶ ἡ, (ζα, κορέω) ὑπηρέτης τοῦ ναοῦ, ὡς τὸ νεωκόρος (ἀλλὰ κατὰ τὸν Θωμ. Μ. σεμνότερόν τι), ζ. Ἀφροδίτης Ὑπερείδ. παρ’ Ἀθην. 590Ε· θεῶν Πλούτ. Καμ. 30· Δηοῦς Συλλ. Ἐπιγρ. 401· ἀπολ., ζ. καὶ ἱερέας Ἱεροκλ. παρὰ Στοβ. 462. 1, πρβλ. Βοιωτ. Ἐπιγρ. παρὰ τῷ Keil σ. 164, Πλούτ. Σύλλ. 7, κτλ., Μένανδ. Δὶς ἐξ. 3, Λευκ. 4, ἔνθα ἴδε Meineke. (Πρβλ. διάκονος, διάκτορος· ἴδε ἐν. λ. ζὰ = διά.) Οὐδετ. ζάκορον, γυναικάριον Ν. Χων. σ. 759. 8 (Βόνν.).
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ, ἡ)
prêtre préposé au service d’un temple.
Étymologie: ζα- ou ζά-, κορέω ; cf. διάκονος, διάκτορος.
Greek Monolingual
ζάκορος, ὁ, ἡ (Α), ζάκορον, τὸ (Μ)
νεωκόρος, υπηρέτης του ναού («ζάκορος θεῶν», Πλούτ.)
μσν.
(το ουδ.) ζάκορον
(κατά τον Νικ. Χων.) «γυναικάριον».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ζακόρος θεωρείται ορθότερος από τον ζάκορος. Σύνθ. < ζα + -κόρος (< κορώ «σκουπίζω, καθαρίζω» πρβλ. νεωκόρος, σηκοκόρος). Το αντίστοιχο μυκηναϊκό dakoro δείχνει πως το αρχικό δα- ανάγεται πιθ. σε ΙΕ ρίζα dm συνεσταλμένη βαθμίδα της dem- «χτίζω, κατασκευάζω» (πρβλ. δέμω, δάπεδο) μια από τις σημασίες της ετεροιωμένης βαθμίδας dom (> δόμος) της οποίας είναι «ναός». Δακόρος λοιπόν είναι εκείνος που καθαρίζει, φροντίζει τον ναό, ο υπηρέτης του ναού. Αν η ετυμολογία αυτή ευσταθεί, τότε το αρχικό α' συνθετικό δα- αντικαταστάθηκε από το ζα- με την ίδια παρετυμολογική σύνδεση που δημιούργησε παράλληλο τ. ζά-πεδον στο δά-πεδον. Άλλη παρετυμολογία στους αρχαίους χρόνους συνέδεσε το ζα- του ζα-κόρος με το διά του διά-κονος.
ΠΑΡ. αρχ. ζακορεύω.
ΣΥΝΘ. αρχ. αρχιζακόρος, υποζακόρος.
Greek Monotonic
ζάκορος: ὁ και ἡ, υπηρέτης του ναού· πιθ. συγγενές προς το διάκονος, σε Πλούτ. Σχετικά με το -κορος, πρβλ. νεω-κόρος.
Russian (Dvoretsky)
ζάκορος: ὁ и ἡ служитель при храме, помощник жреца (ἱερεῖς καὶ ζάκοροι θεῶν Plut.) (полагают, что по служебному положению он был выше, чем νεωκόρος).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ζάκορος -ου, ὁ, ἡ [ζα-, κορέω] tempeldienaar.
Middle Liddell
ζά-κορος, ὁ, ἡ, [For -κορος cf. νεωκόρος.]
a temple-servant, being perh. a form of διάκονος, Plut.