μελάνω: Difference between revisions

From LSJ

Κἀν τοῖς ἀγροίκοις ἐστὶ παιδείας ἔρως → Doctrinae habetur ratio vel ab agrestis → Im Landmann lebt die Lust auf Bildung ebenso

Menander, Monostichoi, 308
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "v. l." to "v.l.")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=[[grow]] [[black]], [[darken]], Il. 7.64† (v. l. μελανεῖ).
|auten=[[grow]] [[black]], [[darken]], Il. 7.64† ([[varia lectio|v.l.]] μελανεῖ).
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 11:50, 9 January 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελάνω Medium diacritics: μελάνω Low diacritics: μελάνω Capitals: ΜΕΛΑΝΩ
Transliteration A: melánō Transliteration B: melanō Transliteration C: melano Beta Code: mela/nw

English (LSJ)

intr., A grow black, only in Il.7.64 Ζεφύροιο ἐχεύατο πόντον ἔπι φρίξ... μελάνει δέ τε πόντος ὑπ' αὐτῆς (sc. τῆς φρικός), cf. Arist.Pr. 934a15; but Aristarch. read πόντον in the second clause and took μελάνει trans., = μελαίνει (sc. Ζέφυρος), makes the sea black:—later writers use μελανέω, intr. (which implies the reading μελανεῖ δέ τε πόντος), Thphr.Ign.50, A.R.4.1574, Arat.836; τὸ καλὸν μελανεῦντα Call.Epigr.53; μικκὴ καὶ μελανεῦσα AP5.120 (Phld.).

Greek (Liddell-Scott)

μελάνω: ἀμετάβ., γίνομαι μέλας, «μαυρίζω», μόνον ἐν Ἰλ. Η. 64, Ζεφύροιο ἐχεύατο πόντον ἔπι φρίξ... μελάνει δέ τε πόντος ὑπ’ αὐτῆς (δηλ. τῆς φρικός)· - οὕτως ὁ Wolf καὶ Βεκκῆρ., κατὰ τὸν Ἀριστ. ἐν Προβλ. 23. 23· ἀλλ’ ὁ Ἀρίσταρχ. ἀνεγίνωσκε πόντον καὶ ἐν τῇ δευτέρᾳ προτάσει καὶ ἐλάμβανε τὸ μελάνει ὡς μεταβ. = μελαίνει (δηλ. Ζέφυρος), κάμνει τὴν θάλασσαν μέλαιναν· - μεταγεν. Ἐπικ. μετεχειρίζοντο ῥῆμα μελανέω ἀμετάβ., ὥστε ἐκεῖνοι πιθανῶς εἶχον ἀναγνώσῃ, μελανεῖ δέ τε πόντος, ἴδε Ἀπολλ. Ρόδ. 1574, Ἄρατ. 836, Καλλ. Ἐπιγράμμ. 55· ὑπάρχει ὡσαύτως ἀμετάβατ. μετοχ. μελανοῦντα ἐν Θεοφρ. π. Πυρ. 50· μικκὴ καὶ μελανεῦσα ἐν Ἀνθ. Π. 5. 121.

French (Bailly abrégé)

seul. prés. 3ᵉ sg.
devenir noir ou sombre.
Étymologie: μέλας.

English (Autenrieth)

grow black, darken, Il. 7.64† (v.l. μελανεῖ).

Greek Monolingual

μελάνω (Α) μέλας, -ανος]
γίνομαι μαύρος, μαυρίζω (α. «Ζεφύροιο ἐχεύατο πόντον ἐπὶ φρίξ... μελάνει δὲ τε πόντος ὑπ' αὐτῆς», Ομ. Ιλ.
β. «πόντοιο διήλυσις, ἔνθα μάλιστα βένθος ἀκίνητον μελανεῑ», Απολλ. Ρόδ.).

Greek Monotonic

μελάνω: (μέλας), αμτβ., μαυρίζω, γίνομαι σταδιακά μαύρος, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

μελάνω: Hom. = μελαίνω.

Middle Liddell

μελάνω, μέλας
intr. to grow black, Il.