σφονδύλη: Difference between revisions
ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → spare the rod and spoil the child | οne who hasn't been flayed is not being taught | if the man was not beaten, he is not educated | the man, who was not paddled, is not educated
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "v. l." to "v.l.") |
||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym | ||
|etymtx=Grammatical information: f.<br />Meaning: <b class="b2">kind of earth-beetle</b> (Ar., Arist. [v. l. <b class="b3">σπονδ-</b>], Thphr.); <b class="b3">σπονδύλη ἡ γαλῆ παρ</b>' [[Ἀττικοῖς]] H.<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin] (S)<br />Etymology: Unexplained; for the formation cf. [[κορδύλη]], [[σχενδύλη]] a.o. With formally close <b class="b3">σφόν-δυλος</b> no connection has been established. Lat. LW [loanword] [[sphondyle]], <b class="b2">-lum</b>, <b class="b2">-lium</b>. -- The word looks as if Pre-Greek (suffix <b class="b3">-υλ-</b>). It may have <b class="b3">σπονδ-</b> from <b class="b3">*σπανδ-</b> with [[ο]] < [[α]] before [[υ]]. | |etymtx=Grammatical information: f.<br />Meaning: <b class="b2">kind of earth-beetle</b> (Ar., Arist. [[[varia lectio|v.l.]] <b class="b3">σπονδ-</b>], Thphr.); <b class="b3">σπονδύλη ἡ γαλῆ παρ</b>' [[Ἀττικοῖς]] H.<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin] (S)<br />Etymology: Unexplained; for the formation cf. [[κορδύλη]], [[σχενδύλη]] a.o. With formally close <b class="b3">σφόν-δυλος</b> no connection has been established. Lat. LW [loanword] [[sphondyle]], <b class="b2">-lum</b>, <b class="b2">-lium</b>. -- The word looks as if Pre-Greek (suffix <b class="b3">-υλ-</b>). It may have <b class="b3">σπονδ-</b> from <b class="b3">*σπανδ-</b> with [[ο]] < [[α]] before [[υ]]. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
Line 35: | Line 35: | ||
}} | }} | ||
{{FriskDe | {{FriskDe | ||
|ftr='''σφονδύλη''': {sphondú̄lē}<br />'''Grammar''': f.<br />'''Meaning''': [[Art Erdkäfer]] (Ar., Arist. [v. l. σπονδ-], Thphr.); [[σπονδύλη]]· ἡ [[γαλῆ]] παρ’ Ἀττικοῖς H.<br />'''Etymology''' : Unerklärt; zur Bildung vgl. [[κορδύλη]], [[σχενδύλη]] u.a. Zum formal naheliegenden [[σφόνδυλος]] ist noch keine semantische Brücke geschlagen. Lat. LW ''sphondyle'', -''lum'', -''lium''.<br />'''Page''' 2,832 | |ftr='''σφονδύλη''': {sphondú̄lē}<br />'''Grammar''': f.<br />'''Meaning''': [[Art Erdkäfer]] (Ar., Arist. [[[varia lectio|v.l.]] σπονδ-], Thphr.); [[σπονδύλη]]· ἡ [[γαλῆ]] παρ’ Ἀττικοῖς H.<br />'''Etymology''' : Unerklärt; zur Bildung vgl. [[κορδύλη]], [[σχενδύλη]] u.a. Zum formal naheliegenden [[σφόνδυλος]] ist noch keine semantische Brücke geschlagen. Lat. LW ''sphondyle'', -''lum'', -''lium''.<br />'''Page''' 2,832 | ||
}} | }} |
Revision as of 12:15, 9 January 2022
English (LSJ)
[ῡ], ἡ, A an insect which lives on the roots of plants, prob. a kind of beetle, which has a strong smell when attacked, Ar. Pax1078(hex.), cf. Arist.HA542a10 (v.l. σπονδύλη), 604b19, Thphr. HP9.14.3. II σπονδύλη· ἡ γαλῆ παρ' Ἀττικοῖς, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
σφονδύλη: ἡ, Ἀττικ. ἀντὶ σπονδύλη, Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 113· ― ἔντομόν τι τρεφόμενον ἐκ τῶν ῥιζῶν φυτῶν, πιθανῶς εἶδος κανθάρου ἐκπέμποντος λίαν ἰσχυρὰν ὀσμὴν ὁπόταν προσβληθῇ, Ἀριστοφ. Εἰρ. 1077, πρβλ. Schneid. εἰς Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 8, 3 (δάφορ. γραφ. σπονδύλη), 8. 2, 6, Θεόφρ. ΙΙ. «σπονδύλη· ἡ γαλῆ παρ’ Ἀττικοῖς» Ἡσύχ. [ῡ, Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ.]
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
insecte qui s’attaque aux racines des plantes, courtilière, taupin, scarabée ou blatte.
Étymologie: DELG pas d’étym.
Greek Monolingual
και δ. γρφ. σπονδύλη, ἡ, Α
1. είδος εντόμου που ζει στις ρίζες τών φυτών, πιθ. είδος σκαραβαίου που αναδίδει πολύ έντονη και δυσάρεστη οσμή
2. (ο τ. σπονδύλη) (κατά τον Ησύχ.) «ἡ γαλῆ παρ' Ἀττικοῑς».
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. λέξη, η οποία χρησιμοποιείται για ένα είδος εντόμου αλλά και για ένα είδος γαλής, νυφίτσας (στον τ. σπονδύλη), που έχουν ως κοινό χαρακτηριστικό το ότι αναδίδουν δυσάρεστη οσμή. Η λ. σφονδ-ύλη / σπονδ-ύλη (για την εναλλαγή δασέος - κλειστού συμφώνου πρβλ. σπόνδυλος: σφόνδυλος, σπόγγος: σφόγγος) εμφανίζει επίθημα -ύλη, που απαντά σε λ. του καθημερινού λεξιλογίου (πρβλ. κανθ-ύλη, κορδ-ύλη). Συζητήσιμη παραμένει η σύνδεση της λ. με τον τ. σπόνδυλος. Τη λ., τέλος, δανείστηκε η Λατινική, πρβλ. λατ. spondyle].
Greek Monotonic
σφονδύλη: [ῡ], ἡ, είδος σκαθαριού (βρομούσα), που τρέφεται με ρίζες φυτών και όταν χτυπηθεί αναδίδει μια πολύ δυνατή οσμή, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
σφονδύλη: (ῡ) ἡ земляной жук или клоп (обгрызающий корни растений) Arph., Arst.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σφονδύλη -ης, ἡ [~ σφόνδυλος?] insect dat vreselijke winden laat als het in gevaar is, missch. bombardeerkever.
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: kind of earth-beetle (Ar., Arist. [[[varia lectio|v.l.]] σπονδ-], Thphr.); σπονδύλη ἡ γαλῆ παρ' Ἀττικοῖς H.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin] (S)
Etymology: Unexplained; for the formation cf. κορδύλη, σχενδύλη a.o. With formally close σφόν-δυλος no connection has been established. Lat. LW [loanword] sphondyle, -lum, -lium. -- The word looks as if Pre-Greek (suffix -υλ-). It may have σπονδ- from *σπανδ- with ο < α before υ.
Middle Liddell
σφονδύ¯λη, ἡ,
a kind of beetle, Ar.
Frisk Etymology German
σφονδύλη: {sphondú̄lē}
Grammar: f.
Meaning: Art Erdkäfer (Ar., Arist. [[[varia lectio|v.l.]] σπονδ-], Thphr.); σπονδύλη· ἡ γαλῆ παρ’ Ἀττικοῖς H.
Etymology : Unerklärt; zur Bildung vgl. κορδύλη, σχενδύλη u.a. Zum formal naheliegenden σφόνδυλος ist noch keine semantische Brücke geschlagen. Lat. LW sphondyle, -lum, -lium.
Page 2,832