ἄπληστος: Difference between revisions
Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.
m (Text replacement - " sts. " to " sometimes ") |
m (Text replacement - "v. l." to "v.l.") |
||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἄπληστος:'''<br /><b class="num">1)</b> ненасытный, алчный (χρημάτων Her., Xen., Plat., Dem., Plut.; τοῦ ἡδέος Arst.; τοῦ μανθάνειν Plut.): ἄ. αἵματος Her. кровожадный;<br /><b class="num">2)</b> неистощимый ([[χαρά]] Soph.; κακῶν Aesch.): ἄ. λύπης Aesch. безутешный;<br /><b class="num">3)</b> опустевший, покинутый ([[κοίτη]] Eur. - v. l. [[ἄπλατος]]). | |elrutext='''ἄπληστος:'''<br /><b class="num">1)</b> ненасытный, алчный (χρημάτων Her., Xen., Plat., Dem., Plut.; τοῦ ἡδέος Arst.; τοῦ μανθάνειν Plut.): ἄ. αἵματος Her. кровожадный;<br /><b class="num">2)</b> неистощимый ([[χαρά]] Soph.; κακῶν Aesch.): ἄ. λύπης Aesch. безутешный;<br /><b class="num">3)</b> опустевший, покинутый ([[κοίτη]] Eur. - [[varia lectio|v.l.]] [[ἄπλατος]]). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 12:18, 9 January 2022
English (LSJ)
ον, A insatiate, greedy, Thgn.109, S.El.1336, Arist.HA591b2, etc.; sometimes confounded with ἄπλαστος (i.e. ἄπλατος), q.v. 2 c. gen., ἄπληστος χρημάτων = greedy for money, ἄπληστος αἵματος = bloodthirsty, Hdt.1.187, 212, Pl.Lg.773e, etc.; κακῶν A.Eu. 976 (lyr.). II Adv. ἀπλήστως, ἀπλήστως ἔχειν Pl.Grg.493c, al.; ἀπλήστως διακεῖσθαι, ἀπλήστως ἔχειν πρός τι X.Cyr.4.1.14, Isoc.5.135,8.7: also neut. pl. as Adv., αἰάξας ἄπληστα CIG2240 (Chios).
German (Pape)
[Seite 292] nicht auszufüllen, unersättlich, τινός Theogn. 111; Her. 1, 112; Plat. u. Folgde; χρημάτων Xen. Cyr. 8, 2, 20; ἀπληστότατοι χρημάτων Dem. 27, 60; übh. unendlich groß, χαρά Soph. El. 1328; φροντίς Aesch. Eum. 933.
Greek (Liddell-Scott)
ἄπληστος: -ον, ὅν δὲν δύναταί τις νὰ πληρώσῃ, ἀκόρεστος, ἀχόρταστος, Θέογν. 109, Σοφ. Ἠλ. 1336, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 8. 2, 27, κτλ.· πολλάκις συγχέεται τῷ ἄπλαστος (ὅ ἐ. ἄπλατος), Ἐλμσλ. καὶ Ἕρμαννος εἰς Εὐρ. Μήδ. 149· Δινδ. εἰς Αἰσχύλ. Πρ. 371. 2) μετὰ γεν., ἄπλ. χρημάτων, αἵματος, ἀκόρεστος εἰς χρήματα, αἷμα, Ἡρόδ. 1. 187, 212, Πλάτ. Νόμ. 773Ε. κτλ.· κακῶν Αἰσχύλ. Εὐμ. 976. ΙΙ. Ἐπίρρ. -ήστως, ἀπλήστως ἔχειν Πλάτ. Γοργ. 493C, κ. ἀλλ.· ἀπλ. διακεῖσθαι ἢ ἔχειν πρός τι Ξεν. Κύρ. 4. 1, 14, Ἰσοκρ. 109D, 160Α· περί τι ὁ αὐτ. περὶ Ἀντιδόσ. §311: ― συγκρ. -οτέρως Βυζ.: ― ὡσαύτως οὐδ. πληθ., αἰάξας ἄπληστα Συλλ. Ἐπιγρ. 2240· καὶ ἀπληστεὶ Ἡρωδιαν. Ἐπιμ. 257.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 insatiable de, gén.;
2 inassouvi.
Étymologie: ἀ, πίμπλημι.
Spanish (DGE)
-ον
1 insaciable de pers. y en rel. c. riquezas o posesiones codicioso c. gen. χρημάτων Hdt.1.187, Pl.R.442a, Lg.773e, D.27.60, abs. ἄπληστον γὰρ ἔχουσι κακοὶ νόον la gente baja tiene aspiraciones insaciables Thgn.109, cf. D.49.67, ἄ. ἀνδραποδισταί codiciosos traficantes de esclavos Ar.Pl.521, ἀνήρ LXX Pr.28.25, cf. Hp.Ep.17 (p.376), como tít. de una com. de Dífilo, Ath.370e
•en rel. c. otras cosas que no se sacia c. gen. κακῶν E.Hel.1102, αἵματος Hdt.1.212, τοῦ μανθάνειν Plu.2.592f, abs. de un pez λαίμαργος ... καὶ ἄπληστος Arist.HA 591b2
•de abstr. insaciable c. gen. Στάσις ... ἄ. κακῶν A.Eu.976, χάρις γόων E.Supp.79, abs. τὸ πεφιληκέναι X.Smp.4.25, ἡδονή Ph.1.316, D.C.48.37.4, ἐπιθυμία Ph.2.377, ὄρεξις Ph.1.391, ὀργή D.C.78.26.4.
2 fig. de abstr. interminable, ilimitado βοή S.El.1336, εὐωχία Plb.6.8.5, ἀ. χαρά ilimitada alegría Eus.VC 1.39, συγγραφὴ ἄ. una obra desmesurada Gr.Naz.M.35.1108B
•neutr. plu. adv. αἰ[ά] ξας ἄπληστα llorando interminablemente, GVI 1420.7 (Quíos).
3 adv. -ως insaciablemente φαγόντες Hp.Int.42, ἔχοντος Pl.Grg.493c, Gr.Naz.M.37.938A, πεινώντων ἀνθρώπων Pl.Ep.354c, πρὸς μίαν ἡδονὴν ἀ. διακεῖσθαι X.Cyr.4.1.14, cf. Isoc.5.135, αὐτὴν (τὴν σύριγγα) ἔβλεπεν ἀ. no se hartaba de mirarla Longus 1.25.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἄπληστος, -ον) πίμπλημι
ακόρεστος, αχόρταγος, πλεονέκτης.
Greek Monotonic
ἄπληστος: -ον (πίμπλημι)·
I. 1. ακόρεστος, ανικανοποίητος, πλεονέκτης, σε Σοφ. κ.λπ.
2. με γεν., ἄπληστος χρημάτων, ακόρεστος στα χρήματα, σε Ηρόδ. κ.λπ.
II. επίρρ., ἀπλήστως ἔχειν, είμαι ανικανοποίητος, σε Πλάτ.· ἀπλήστως διακεῖσθαι ή ἔχειν πρός τι, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἄπληστος:
1) ненасытный, алчный (χρημάτων Her., Xen., Plat., Dem., Plut.; τοῦ ἡδέος Arst.; τοῦ μανθάνειν Plut.): ἄ. αἵματος Her. кровожадный;
2) неистощимый (χαρά Soph.; κακῶν Aesch.): ἄ. λύπης Aesch. безутешный;
3) опустевший, покинутый (κοίτη Eur. - v.l. ἄπλατος).
Middle Liddell
πίμπλημι
I. not to be filled, insatiate, Soph., etc.
2. c. gen., ἄπλ. χρημάτων insatiate of money, Hdt., etc.
II. adv., ἀπλήστως ἔχειν to be insatiate, Plat.; ἀπλ. διακεῖσθαι or ἔχειν πρός τι Xen.