κοίλωμα: Difference between revisions
ἅπανθ' ὁ μακρὸς κἀναρίθμητος χρόνος φύει τ' ἄδηλα καὶ φανέντα κρύπτεται· κοὐκ ἔστ' ἄελπτον οὐδέν, ἀλλ' ἁλίσκεται χὠ δεινὸς ὅρκος χαἰ περισκελεῖς φρένες. → Long, unmeasurable Time brings to light everything unseen and hides what has been apparent. Nothing is beyond hope; even the fearsome oath and the most stubborn will is overcome. | All things long and countless time brings to birth in darkness and covers after they have been revealed! Nothing is beyond expectation; the dread oath and the unflinching purpose can be overcome.
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=koiloma | |Transliteration C=koiloma | ||
|Beta Code=koi/lwma | |Beta Code=koi/lwma | ||
|Definition=ατος, τό, < | |Definition=ατος, τό,<br><span class="bld">A</span> [[hollow]], [[cavity]], Arist.Spir.483b23, Mu.395b34 (pl.), Anon.Lond. 23.20 (pl.), Thphr.HP3.8.3 (pl.), Babr.86.1, Ruf.Onom.145; [τοῦ νώτου] PMag.Par.1.1846; τὰ κοιλώματα τῶν νεφῶν Epicur.Ep.2p.44U., cf. 1p.9U.<br><span class="bld">2</span> [[basin]] into which rivers [[discharge]], Plb.4.39.2 (pl.), 8; [[bed]] of a [[torrent]], Id.4.70.7: generally, of [[hollow]] places, [[low-lying]] [[land]], LXX Ge.23.2, Agatharch.32; κοίλωμα [[ἔμβροχος|ἔμβροχον]] BGU571.12 (ii A.D.); [[excavation]], PPetr.2p.43 (pl., iii B.C.).<br><span class="bld">II</span> [[ulcer]] on the [[cornea]], Gal.14.773, Aët.7.29.<br><span class="bld">III</span> Astrol., = [[ταπείνωμα]], Paul.Al.A.2, Cat.Cod.Astr.8(1).243 (pl.).<br><span class="bld">IV</span> metaph., τὰ κοιλώματα τῆς εὐτυχίας = [[weak]] [[point]]s in... Phld.Vit.p.12 J. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext= | |elnltext=κοίλωμα -τος, τό [κοιλόω] holte. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''κοίλωμα:''' ατος τό впадина, углубление, полость Arst., Polyb., Luc., Plut. | |elrutext='''κοίλωμα:''' ατος τό [[впадина]], [[углубление]], [[полость]] Arst., Polyb., Luc., Plut. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[κοίλωμα]], ατος, τό,<br />a [[hollow]], [[cavity]], Babr., etc. | |mdlsjtxt=[[κοίλωμα]], ατος, τό,<br />a [[hollow]], [[cavity]], Babr., etc. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:09, 21 April 2022
English (LSJ)
ατος, τό,
A hollow, cavity, Arist.Spir.483b23, Mu.395b34 (pl.), Anon.Lond. 23.20 (pl.), Thphr.HP3.8.3 (pl.), Babr.86.1, Ruf.Onom.145; [τοῦ νώτου] PMag.Par.1.1846; τὰ κοιλώματα τῶν νεφῶν Epicur.Ep.2p.44U., cf. 1p.9U.
2 basin into which rivers discharge, Plb.4.39.2 (pl.), 8; bed of a torrent, Id.4.70.7: generally, of hollow places, low-lying land, LXX Ge.23.2, Agatharch.32; κοίλωμα ἔμβροχον BGU571.12 (ii A.D.); excavation, PPetr.2p.43 (pl., iii B.C.).
II ulcer on the cornea, Gal.14.773, Aët.7.29.
III Astrol., = ταπείνωμα, Paul.Al.A.2, Cat.Cod.Astr.8(1).243 (pl.).
IV metaph., τὰ κοιλώματα τῆς εὐτυχίας = weak points in... Phld.Vit.p.12 J.
German (Pape)
[Seite 1467] τό, das Ausgehöhlte, die Vertiefung; des Meeres, Pol. 4, 39, 2; des Flußbettes, 4, 70, 7; a. Sp., wie Luc. Amor. 34.
Greek (Liddell-Scott)
κοίλωμα: τό, ὡς καὶ νῦν, Ἀριστ. π. Πνεύμ. 5, 8, π. Κόσμ. 4, 29, Βάβρ. 86. 1, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
1 creux, cavité ; particul. lit de la mer, d’un fleuve;
2 tache sur la cornée.
Étymologie: κοιλόω.
Greek Monolingual
το (AM κοίλωμα, Μ και κοίλωμαν) κοιλώ
1. βαθούλωμα, κούφωμα («κοίλωμα βράχου»)
2. χαμηλός τόπος, κοιλάδα, λάκκωμα
νεοελλ.
(εμβρυολ. -ζωολ.) κοιλότητα μεταξύ του πεπτικού αγωγού και του σωματικού τοιχώματος του ζώου που σχηματίζεται μεταξύ στρωμάτων του μεσοδέρματος, ενός από τα βλαστητικά στρώματα του εμβρύου, και συμμετέχει στον σχηματισμό αρκετών εσωτερικών οργάνων
αρχ.
1. είδος δεξαμενής στην οποία χυνόταν το νερό που πλεόναζε από ποταμό
2. κοίτη χειμάρρου
3. η ανόρυξη, η ανασκαφή
4. (στον κερατοειδή χιτώνα του οφθαλμού) έλκος, τραύμα, πληγή
5. αστρολ. η απόκλιση αστέρα, το ταπείνωμα
6. μτφ. το τρωτό σημείο.
Greek Monotonic
κοίλωμα: -ατος, τό, κοίλωμα, κοιλότητα, κουφάλα, κούφωμα, σε Βάβρ. κ.λπ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κοίλωμα -τος, τό [κοιλόω] holte.
Russian (Dvoretsky)
κοίλωμα: ατος τό впадина, углубление, полость Arst., Polyb., Luc., Plut.