κερουλκός: Difference between revisions

From LSJ

συνερκτικός γάρ ἐστι καὶ περαντικός, καὶ γνωμοτυπικὸς καὶ σαφὴς καὶ κρουστικός, καταληπτικός τ' ἄριστα τοῦ θορυβητικοῦ → he's intimidative, penetrative, aphoristically originative, clear and aggressive, and superlatively terminative of the obstreperative

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[κερουλκός]], -όν)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <b>ναυτ.</b> ο [[κερουλκός]]<br />[[σχοινί]] χειρισμού τών κεραιών ιστιοφόρου, κν. [[μπράτσο]]<br /><b>1.</b> (για ζώα) αυτός που σύρει [[άροτρο]] με τα κέρατα<br /><b>2.</b> αυτός που σύρει, που τεντώνει κεράτινο [[τόξο]] («Τρῶες κερουλκοί», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> (για [[τόξο]]) διακοσμημένος στα [[άκρα]] του με κέρατα<br /><b>4.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[κερουλκός]] [[κάλως]] κεραιοῡχος».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κέρας]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ουλκός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[έλκω]]), [[πρβλ]]. [[εμβρυουλκός]], [[ζυγουλκός]]].
|mltxt=-ή, -ό (Α [[κερουλκός]], -όν)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <b>ναυτ.</b> ο [[κερουλκός]]<br />[[σχοινί]] χειρισμού τών κεραιών ιστιοφόρου, κν. [[μπράτσο]]<br /><b>1.</b> (για ζώα) αυτός που σύρει [[άροτρο]] με τα κέρατα<br /><b>2.</b> αυτός που σύρει, που τεντώνει κεράτινο [[τόξο]] («Τρῶες κερουλκοί», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> (για [[τόξο]]) διακοσμημένος στα [[άκρα]] του με κέρατα<br /><b>4.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[κερουλκός]] [[κάλως]] κεραιοῦχος».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κέρας]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ουλκός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[έλκω]]), [[πρβλ]]. [[εμβρυουλκός]], [[ζυγουλκός]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 20:10, 13 June 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κερουλκός Medium diacritics: κερουλκός Low diacritics: κερουλκός Capitals: ΚΕΡΟΥΛΚΟΣ
Transliteration A: keroulkós Transliteration B: keroulkos Transliteration C: keroulkos Beta Code: keroulko/s

English (LSJ)

όν, (ἑλκω) A drawing a plough by the horns, Hsch. II drawing a bow of horn, (Τρῶες) S.Fr.859 (lyr.). 2 Pass., of the bow itself, because tipped with horn, τόξα κ. E.Or.268. III κ. κάλως, = κεραιοῦχος, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1425] an, mit den Hörnern ziehend, Hesych.; – bes. den hörnernen Bogen ziehend, spannend, Apollo, Suid.; Τρῶες, Soph. frg. 738; auch τόξα κερουλκά, Eur. Or. 268, der am Horn, am Bügel gespannte Bogen; – κάλως, ein Tau, die Segelstange, Raa, κεραία zu ziehen, Sp., auch bei den Lateinern.

Greek (Liddell-Scott)

κερουλκός: -ή, -όν, (ἕλκω) «ὁ τοῖς κέρασιν ἕλκων τὸ ἄροτρον. καὶ ὁ κεραιοῦχος κάλως» Ἡσύχ. ΙΙ. ὁ σύρων τόξον ἐκ κέρατος, Τρῶες Σοφ. Ἀποσπ. 738. 3) παθ., ἐπ’ αὐτοῦ τοῦ τόξου, πιθαν. ὡς κεκοσμημένου κατὰ τὰ ἄκρα διὰ κέρατος, τόξα κ. Εὐρ. Ὀρ. 268. ΙΙΙ. κ. κάλως, τὸ σχοινίον τὸ ἀνασῦρον τὴν κεραίαν (πρβλ. κεροῦχος), Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
1 qui tire un arc de corne;
2 tendu par des extrémités faites de corne (arc).
Étymologie: κέρας, ἕλκω.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α κερουλκός, -όν)
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ναυτ. ο κερουλκός
σχοινί χειρισμού τών κεραιών ιστιοφόρου, κν. μπράτσο
1. (για ζώα) αυτός που σύρει άροτρο με τα κέρατα
2. αυτός που σύρει, που τεντώνει κεράτινο τόξο («Τρῶες κερουλκοί», Σοφ.)
3. (για τόξο) διακοσμημένος στα άκρα του με κέρατα
4. (κατά τον Ησύχ.) «κερουλκός κάλως κεραιοῦχος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας + -ουλκός (< έλκω), πρβλ. εμβρυουλκός, ζυγουλκός].

Greek Monotonic

κερουλκός: -ή, -όν (ἕλκω), αυτός που σύρεται από τα κέρατα· Παθ., λέγεται για το τόξο που ήταν από διακοσμημένο κέρατο, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

κερουλκός:
1) натягивающий (роговой) лук (Τρῶες Soph.);
2) (о роговом луке) натягиваемый (τόξα Eur.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κερουλκός -όν [κέρας, ἕλκω] gespannen (van een boog, nl. door de uiteinden van hoorn naar elkaar toe te buigen).

Middle Liddell

κερ-ουλκός, ή, όν ἕλκω
drawn by the horns, pass. of a bow, because tipped with horn, Eur.