ὁμοφωνία: Difference between revisions
ἄμπελον κόπτοντες τὴν περὶ τὸ ἱερὸν ἐσέβαλλον καὶ λίθους — → cutting down the vines 'round the sanctuary, they threw in rocks as well
m (Text replacement - "</span> ;" to "</span>;") |
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (Α [[ὁμοφωνία]]) [[ομόφωνος]]<br /><b>1.</b> [[ομοιότητα]] φωνής ή [[κοινότητα]] γλώσσας<br /><b>2.</b> [[ομογνωμοσύνη]], [[ομοφροσύνη]], [[ταυτότητα]] γνώμης<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μουσ.</b> α) η απόλυτη [[συνήχηση]] ισοϋψών φθόγγων [[κατά]] την οποία πολλές συγχρόνως φωνές βρίσκονται στον ίδιο τόνο<br />β) [[τρόπος]] σύνθεσης [[κατά]] τον οποίο οι συνοδευτικές φωνές μιας κύριας μονωδίας περιορίζουν αισθητά ή και [[τελείως]] τη μελωδική και ρυθμική τους [[δραστηριότητα]] και υπηρετούν, ακολουθώντας ρυθμικά και πλαισιώνοντας αρμονικά, την καθαρή [[διαγραφή]] της κύριας μελωδίας, αλλ. ομοφωνικός [[χαρακτήρας]] ή ομοφωνικό ύφος ή αρμονική - κάθετη [[γραφή]]<br />γ) <b>φρ.</b> «[[αρχή]] της ομοφωνίας» — [[αρχή]] σύμφωνα με την οποία οι αποφάσεις ενός διοικητικού ή άλλου οργάνου λαμβάνονται με τις ψήφους όλων ανεξαιρέτως τών μελών του και όχι [[κατά]] [[πλειοψηφία]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[συμφωνία]] τών μουσικών ήχων, [[αρμονία]] ( | |mltxt=η (Α [[ὁμοφωνία]]) [[ομόφωνος]]<br /><b>1.</b> [[ομοιότητα]] φωνής ή [[κοινότητα]] γλώσσας<br /><b>2.</b> [[ομογνωμοσύνη]], [[ομοφροσύνη]], [[ταυτότητα]] γνώμης<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μουσ.</b> α) η απόλυτη [[συνήχηση]] ισοϋψών φθόγγων [[κατά]] την οποία πολλές συγχρόνως φωνές βρίσκονται στον ίδιο τόνο<br />β) [[τρόπος]] σύνθεσης [[κατά]] τον οποίο οι συνοδευτικές φωνές μιας κύριας μονωδίας περιορίζουν αισθητά ή και [[τελείως]] τη μελωδική και ρυθμική τους [[δραστηριότητα]] και υπηρετούν, ακολουθώντας ρυθμικά και πλαισιώνοντας αρμονικά, την καθαρή [[διαγραφή]] της κύριας μελωδίας, αλλ. ομοφωνικός [[χαρακτήρας]] ή ομοφωνικό ύφος ή αρμονική - κάθετη [[γραφή]]<br />γ) <b>φρ.</b> «[[αρχή]] της ομοφωνίας» — [[αρχή]] σύμφωνα με την οποία οι αποφάσεις ενός διοικητικού ή άλλου οργάνου λαμβάνονται με τις ψήφους όλων ανεξαιρέτως τών μελών του και όχι [[κατά]] [[πλειοψηφία]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[συμφωνία]] τών μουσικών ήχων, [[αρμονία]] («ὑποκριτοῦ εὐφωνίαν, ᾀδόντων ὁμοφωνίαν», <b>Λουκιαν.</b>). | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 20:40, 13 June 2022
English (LSJ)
ἡ, in Music, A unison (v. ὁμόφωνος II), Arist.Pol.1263b35; ᾀδόντων ὁμοφωνία Luc.Salt.68. II community of language, D.H. 1.29; τῶν ζῴων Ph.1.405. III metaph., agreement, concord, Procl.in Prm.p.542 S., Ecphant. ap. Stob.4.7.64.
German (Pape)
[Seite 342] ἡ, Gleichheit der Sprache, D. Hal. 1, 29; übh. Gleichheit des Klanges, Gleichklang, Arist. pol. 2, 5 u. Sp., προσπαίζων τῷ ὀνόματι κατὰ τὴν ὁμοφωνίαν, Ath. XI, 491 a; ᾀδόντων, Luc. de salt. 68.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμοφωνία: ἡ, ἐν τῇ μουσικῇ, ταυτότης τοῦ μουσικοῦ ἤχου (ἴδε ὁμόφωνος ΙΙ), Ἀριστ. Πολιτ. 2. 5, 14. 2) τὸ λαλεῖν τὴν αὐτὴν γλῶσσαν, τὸ συγγενὲς τῆς ὁμοφωνίας Διον. Ἁλ. Ι, 29, κλ.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 communauté ou identité de langage;
2 accord de sons.
Étymologie: ὁμόφωνος.
Greek Monolingual
η (Α ὁμοφωνία) ομόφωνος
1. ομοιότητα φωνής ή κοινότητα γλώσσας
2. ομογνωμοσύνη, ομοφροσύνη, ταυτότητα γνώμης
νεοελλ.
μουσ. α) η απόλυτη συνήχηση ισοϋψών φθόγγων κατά την οποία πολλές συγχρόνως φωνές βρίσκονται στον ίδιο τόνο
β) τρόπος σύνθεσης κατά τον οποίο οι συνοδευτικές φωνές μιας κύριας μονωδίας περιορίζουν αισθητά ή και τελείως τη μελωδική και ρυθμική τους δραστηριότητα και υπηρετούν, ακολουθώντας ρυθμικά και πλαισιώνοντας αρμονικά, την καθαρή διαγραφή της κύριας μελωδίας, αλλ. ομοφωνικός χαρακτήρας ή ομοφωνικό ύφος ή αρμονική - κάθετη γραφή
γ) φρ. «αρχή της ομοφωνίας» — αρχή σύμφωνα με την οποία οι αποφάσεις ενός διοικητικού ή άλλου οργάνου λαμβάνονται με τις ψήφους όλων ανεξαιρέτως τών μελών του και όχι κατά πλειοψηφία
αρχ.
συμφωνία τών μουσικών ήχων, αρμονία («ὑποκριτοῦ εὐφωνίαν, ᾀδόντων ὁμοφωνίαν», Λουκιαν.).
Greek Monotonic
ὁμοφωνία: ἡ, στη μουσική, συνήχηση, ταυτοφωνία, σε Αριστ.
Russian (Dvoretsky)
ὁμοφωνία: ἡ однозвучие, унисон Arst., Luc.