κοίλωμα: Difference between revisions

From LSJ

ὥσπερ σελήνη γ' ἡλίῳ· τὴν μὲν χρόαν ἰδεῖν ὁμοιόν ἔστι θάλπει δ' οὐδαμῶς → like the moon to the sun: its color is similar to the eye, but it does not give off any heat

Source
mNo edit summary
m (Text replacement - " LXX " to " LXX ")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=koiloma
|Transliteration C=koiloma
|Beta Code=koi/lwma
|Beta Code=koi/lwma
|Definition=ατος, τό,<br><span class="bld">A</span> [[hollow]], [[cavity]], Arist.Spir.483b23, Mu.395b34 (pl.), Anon.Lond. 23.20 (pl.), Thphr.HP3.8.3 (pl.), Babr.86.1, Ruf.Onom.145; [τοῦ νώτου] PMag.Par.1.1846; τὰ κοιλώματα τῶν νεφῶν Epicur.Ep.2p.44U., cf. 1p.9U.<br><span class="bld">2</span> [[basin]] into which rivers [[discharge]], Plb.4.39.2 (pl.), 8; [[bed]] of a [[torrent]], Id.4.70.7: generally, of [[hollow]] places, [[low-lying]] [[land]], LXX Ge.23.2, Agatharch.32; κοίλωμα [[ἔμβροχος|ἔμβροχον]] BGU571.12 (ii A.D.); [[excavation]], PPetr.2p.43 (pl., iii B.C.).<br><span class="bld">II</span> [[ulcer]] on the [[cornea]], Gal.14.773, Aët.7.29.<br><span class="bld">III</span> Astrol., = [[ταπείνωμα]], Paul.Al.A.2, Cat.Cod.Astr.8(1).243 (pl.).<br><span class="bld">IV</span> metaph., τὰ κοιλώματα τῆς εὐτυχίας = [[weak]] [[point]]s in... Phld.Vit.p.12 J.
|Definition=ατος, τό,<br><span class="bld">A</span> [[hollow]], [[cavity]], Arist.Spir.483b23, Mu.395b34 (pl.), Anon.Lond. 23.20 (pl.), Thphr.HP3.8.3 (pl.), Babr.86.1, Ruf.Onom.145; [τοῦ νώτου] PMag.Par.1.1846; τὰ κοιλώματα τῶν νεφῶν Epicur.Ep.2p.44U., cf. 1p.9U.<br><span class="bld">2</span> [[basin]] into which rivers [[discharge]], Plb.4.39.2 (pl.), 8; [[bed]] of a [[torrent]], Id.4.70.7: generally, of [[hollow]] places, [[low-lying]] [[land]], [[LXX]] Ge.23.2, Agatharch.32; κοίλωμα [[ἔμβροχος|ἔμβροχον]] BGU571.12 (ii A.D.); [[excavation]], PPetr.2p.43 (pl., iii B.C.).<br><span class="bld">II</span> [[ulcer]] on the [[cornea]], Gal.14.773, Aët.7.29.<br><span class="bld">III</span> Astrol., = [[ταπείνωμα]], Paul.Al.A.2, Cat.Cod.Astr.8(1).243 (pl.).<br><span class="bld">IV</span> metaph., τὰ κοιλώματα τῆς εὐτυχίας = [[weak]] [[point]]s in... Phld.Vit.p.12 J.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 15:35, 20 June 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοίλωμα Medium diacritics: κοίλωμα Low diacritics: κοίλωμα Capitals: ΚΟΙΛΩΜΑ
Transliteration A: koílōma Transliteration B: koilōma Transliteration C: koiloma Beta Code: koi/lwma

English (LSJ)

ατος, τό,
A hollow, cavity, Arist.Spir.483b23, Mu.395b34 (pl.), Anon.Lond. 23.20 (pl.), Thphr.HP3.8.3 (pl.), Babr.86.1, Ruf.Onom.145; [τοῦ νώτου] PMag.Par.1.1846; τὰ κοιλώματα τῶν νεφῶν Epicur.Ep.2p.44U., cf. 1p.9U.
2 basin into which rivers discharge, Plb.4.39.2 (pl.), 8; bed of a torrent, Id.4.70.7: generally, of hollow places, low-lying land, LXX Ge.23.2, Agatharch.32; κοίλωμα ἔμβροχον BGU571.12 (ii A.D.); excavation, PPetr.2p.43 (pl., iii B.C.).
II ulcer on the cornea, Gal.14.773, Aët.7.29.
III Astrol., = ταπείνωμα, Paul.Al.A.2, Cat.Cod.Astr.8(1).243 (pl.).
IV metaph., τὰ κοιλώματα τῆς εὐτυχίας = weak points in... Phld.Vit.p.12 J.

German (Pape)

[Seite 1467] τό, das Ausgehöhlte, die Vertiefung; des Meeres, Pol. 4, 39, 2; des Flußbettes, 4, 70, 7; a. Sp., wie Luc. Amor. 34.

Greek (Liddell-Scott)

κοίλωμα: τό, ὡς καὶ νῦν, Ἀριστ. π. Πνεύμ. 5, 8, π. Κόσμ. 4, 29, Βάβρ. 86. 1, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 creux, cavité ; particul. lit de la mer, d’un fleuve;
2 tache sur la cornée.
Étymologie: κοιλόω.

Greek Monolingual

το (AM κοίλωμα, Μ και κοίλωμαν) κοιλώ
1. βαθούλωμα, κούφωμακοίλωμα βράχου»)
2. χαμηλός τόπος, κοιλάδα, λάκκωμα
νεοελλ.
(εμβρυολ. -ζωολ.) κοιλότητα μεταξύ του πεπτικού αγωγού και του σωματικού τοιχώματος του ζώου που σχηματίζεται μεταξύ στρωμάτων του μεσοδέρματος, ενός από τα βλαστητικά στρώματα του εμβρύου, και συμμετέχει στον σχηματισμό αρκετών εσωτερικών οργάνων
αρχ.
1. είδος δεξαμενής στην οποία χυνόταν το νερό που πλεόναζε από ποταμό
2. κοίτη χειμάρρου
3. η ανόρυξη, η ανασκαφή
4. (στον κερατοειδή χιτώνα του οφθαλμού) έλκος, τραύμα, πληγή
5. αστρολ. η απόκλιση αστέρα, το ταπείνωμα
6. μτφ. το τρωτό σημείο.

Greek Monotonic

κοίλωμα: -ατος, τό, κοίλωμα, κοιλότητα, κουφάλα, κούφωμα, σε Βάβρ. κ.λπ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κοίλωμα -τος, τό [κοιλόω] holte.

Russian (Dvoretsky)

κοίλωμα: ατος τό впадина, углубление, полость Arst., Polyb., Luc., Plut.

Middle Liddell

κοίλωμα, ατος, τό,
a hollow, cavity, Babr., etc.