συνομιλέω: Difference between revisions
Βίων δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνον → Bion used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Bion said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
mNo edit summary |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''συνομῑλέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[συζητώ]], [[συνδιαλέγομαι]] με κάποιον, <i>τινί</i>, σε Καινή Διαθήκη | |lsmtext='''συνομῑλέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[συζητώ]], [[συνδιαλέγομαι]] με κάποιον, <i>τινί</i>, σε Καινή Διαθήκη | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[συνομιλῶ]], [[συνομιλέω]], ΝΜΑ, και [[συνομελώ]] Α [[ὁμιλῶ]]<br />[[συζητώ]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[συναναστρέφομαι]]. | |||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
Line 29: | Line 32: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext= | |elnltext=συνομιλέω [συνόμιλος] converseren (met), met dat. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 10:32, 23 July 2022
English (LSJ)
A converse with, μετά τινος Ceb.13; τινι Act.Ap.10.27.
Greek (Liddell-Scott)
συνομῑλέω: ὡς καὶ νῦν, ὁμιλῶ μετά τινος, μετά τινος Κέβης 13· τινι Πράξ. Ἀποστ. ιϳ, 27· δι’ ἑρμηνέως δὲ αὐτοῖς πολλὰ συνομιλήσας Τζέτζ. Ἱστ. 3. 377.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
être en relation avec, avoir commerce avec, τινι.
Étymologie: σύν, ὁμιλέω.
English (Strong)
from σύν and ὁμιλέω; to converse mutually: talk with.
English (Thayer)
συνομίλω; to talk with: τίνι, one, to hold conversation with (Cebes (399 B.C.>) tab. 13; Josephus, b. j. 5,13, 1), Epiphanius, Tzetzes.)
Greek Monotonic
συνομῑλέω: μέλ. -ήσω, συζητώ, συνδιαλέγομαι με κάποιον, τινί, σε Καινή Διαθήκη
Greek Monolingual
συνομιλῶ, συνομιλέω, ΝΜΑ, και συνομελώ Α ὁμιλῶ
συζητώ
μσν.-αρχ.
συναναστρέφομαι.
Russian (Dvoretsky)
συνομῑλέω: беседовать (τινι NT).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συνομιλέω [συνόμιλος] converseren (met), met dat.
Middle Liddell
fut. ήσω
to converse with, τινί NTest.
Chinese
原文音譯:sunomilšw 尋-翁-衣累哦
詞類次數:動詞(1)
原文字根:共同-願意-舉起
字義溯源:互相交談,交談著,彼此說話;由(σύν / συνεπίσκοπος)*=同)與(ὁμιλέω)=與人為伍)組成,其中 (ὁμιλέω)出自 (ὅμιλος)=結交,而 (ὅμιλος)又由(ὁμοῦ)=相同)與(αἱρέομαι)*=取為己有)組成,其中 (ὁμοῦ)出自(ὁμολογουμένως)X*=同一的)
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編:
1) 交談著(1) 徒10:27