συνεκπορίζω: Difference between revisions
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
m (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ") |
|||
Line 28: | Line 28: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''συνεκπορίζω:'''<br /><b class="num">1)</b> доставлять, добывать (τινί τι Xen.);<br /><b class="num">2)</b> выдумывать, изобретать (προφάσεις εὐσχήμονας Plut.). | |elrutext='''συνεκπορίζω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[доставлять]], [[добывать]] (τινί τι Xen.);<br /><b class="num">2)</b> [[выдумывать]], [[изобретать]] (προφάσεις εὐσχήμονας Plut.). | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 10:30, 19 August 2022
English (LSJ)
A help in procuring or supplying, τινί τι X.An. 5.8.25; προφάσεις Plu.2.73e; τὰ ἀναγκαῖα Hierocl. in CA11p.444M.
German (Pape)
[Seite 1013] mit oder zugleich ausfinden u. anschaffen, Xen. An. 5, 8, 25 u. Sp., wie Plut.
Greek (Liddell-Scott)
συνεκπορίζω: βοηθῶ, συνεργῶ εἰς πορισμὸν ἢ παροχήν, εἰ δέ τῳ ἢ ἀσθενοῦντι ἢ ἀποροῦντι συνεξεπόρισά τι Ξεν. Ἀνάβ. 5. 8, 25· προφάσεις εὐσχήμονας ἀμωσγέπως συνεκπορίζειν Πλούτ. 2. 73Ε.
French (Bailly abrégé)
contribuer à fournir, à procurer.
Étymologie: σύν, ἐκπορίζω.
Greek Monolingual
Α
συμβάλλω σε προμήθεια ή παροχή («εἰ δὲ τῳ ἢ ἀσθενοῦν
τι ἢ ἀποροῦν
τι συνεξεπόρισά τι», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐκπορίζω «χορηγώ, προμηθεύω»].
Greek Monotonic
συνεκπορίζω: Αττ. μέλ. -ιῶ, συμβάλλω στην προμήθεια ή τον εφοδιασμό, χορηγώ από κοινού, τί τινι, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
συνεκπορίζω:
1) доставлять, добывать (τινί τι Xen.);
2) выдумывать, изобретать (προφάσεις εὐσχήμονας Plut.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-εκπορίζω helpen te verschaffen of beschikbaar te maken, met dat. en acc.. εἰ... τῳ... ἀποροῦντι συνεξεπόρισά τι als ik iemand in nood iets heb helpen verschaffen Xen. An. 5.8.25.
Middle Liddell
fut. attic ιῶ
to help in procuring or supplying, τί τινι Xen.