εὔκοσμος: Difference between revisions

From LSJ

Χρὴ τῶν ἀγαθῶν διακναιομένων πενθεῖν ὅστις χρηστὸς ἀπ' ἀρχῆς νενόμισται → When a good man is hurt, all who would be called good must suffer with him

Euripides, Alcestis 109-11
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
mNo edit summary
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=eykosmos
|Transliteration C=eykosmos
|Beta Code=eu)/kosmos
|Beta Code=eu)/kosmos
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[behaving well]], [[orderly]], [[decorous]], <span class="bibl">Sol.4.33</span>, <span class="bibl">Th.6.42</span> (Comp.); οὐκ εὔκοσμον αἴρονται φυγήν <span class="bibl">A. <span class="title">Pers.</span>481</span>; <b class="b3">τὸ εὔ</b>., = [[εὐκοσμία]], <span class="bibl">Th.1.84</span>; <b class="b3">εὔ</b>., official title at Pergamum, <span class="title">IGRom.</span>4.353b3 (ii A.D.); at Athens, <span class="title">SIG</span>1109.94, 136 (ii A.D.). </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[well-adorned]], τοῖχοι γραφῇσιν εὔκοσμοι <span class="bibl">Aret.<span class="title">CA</span>1.1</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> Adv. -μως [[in good order]], <span class="bibl">Od.21.123</span>, <span class="bibl">Hes. <span class="title">Op.</span>628</span>: Sup. -ότατα <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>2.4.1</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[ornamentally]], [[gracefully]], ξεῖν <span class="bibl">A.R.1.1120</span>; διαλέγεσθαι <span class="bibl">Plu.<span class="title">Dem.</span>11</span>.</span>
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[behaving well]], [[orderly]], [[decorous]], <span class="bibl">Sol.4.33</span>, <span class="bibl">Th.6.42</span> (Comp.); οὐκ εὔκοσμον αἴρονται φυγήν <span class="bibl">A. <span class="title">Pers.</span>481</span>; [[τὸ εὔκοσμον]] = [[εὐκοσμία]], <span class="bibl">Th.1.84</span>; ὁ [[εὔκοσμος]], [[official]] title at [[Pergamum]], <span class="title">IGRom.</span>4.353b3 (ii A.D.); at Athens, <span class="title">SIG</span>1109.94, 136 (ii A.D.). </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[well-adorned]], τοῖχοι γραφῇσιν εὔκοσμοι <span class="bibl">Aret.<span class="title">CA</span>1.1</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> Adv. [[εὐκόσμως]] = [[in good order]], <span class="bibl">Od.21.123</span>, <span class="bibl">Hes. <span class="title">Op.</span>628</span>: Sup. εὐκοσμότατα <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>2.4.1</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[ornamentally]], [[gracefully]], ξεῖν <span class="bibl">A.R.1.1120</span>; διαλέγεσθαι <span class="bibl">Plu.<span class="title">Dem.</span>11</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὔκοσμος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[κοσμιότητα]] στους τρόπους του, αυτός που έχει καλή [[συμπεριφορά]], πειθαρχημένος, [[φρόνιμος]], [[σεμνός]]<br /><b>2.</b> αυτός που γίνεται με [[ευπρέπεια]], με [[σεμνότητα]], με [[κοσμιότητα]] (α. «εύκοσμη [[συμπεριφορά]]» β. «οὐκ εὔκοσμον αἴρονται φυγήν», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ εὔκοσμον</i><br />η [[κοσμιότητα]] («πολεμικοί τε καὶ εὔβουλοι διὰ τὸ εὔκοσμον γιγνόμεθα», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> (για πράγματα) ο καλλωπισμένος, ο ομορφοστολισμένος («τοῑχοι γραφῇσιν εὔκοσμοι», Αρετ.)<br /><b>3.</b> (<b>το αρσ.</b>) [[εὔκοσμος]]<br /><b>επιγρ.</b> [[τίτλος]] άρχοντα στην Αθήνα και την Πέργαμο. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ευκόσμως</i> (ΑΜ εὐκόσμως)<br />με [[κοσμιότητα]], με [[ευπρέπεια]], με [[σεμνότητα]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />ευτάκτως, με [[τάξη]], αρμονικά<br /><b>αρχ.</b><br />με [[χάρη]], με καλλωπισμό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[κόσμος]] «[[τάξη]], [[στολισμός]]»].
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὔκοσμος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[κοσμιότητα]] στους τρόπους του, αυτός που έχει καλή [[συμπεριφορά]], πειθαρχημένος, [[φρόνιμος]], [[σεμνός]]<br /><b>2.</b> αυτός που γίνεται με [[ευπρέπεια]], με [[σεμνότητα]], με [[κοσμιότητα]] (α. «εύκοσμη [[συμπεριφορά]]» β. «οὐκ εὔκοσμον αἴρονται φυγήν», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ εὔκοσμον</i><br />η [[κοσμιότητα]] («πολεμικοί τε καὶ εὔβουλοι διὰ τὸ εὔκοσμον γιγνόμεθα», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> (για πράγματα) ο καλλωπισμένος, ο ομορφοστολισμένος («τοῑχοι γραφῇσιν εὔκοσμοι», Αρετ.)<br /><b>3.</b> (<b>το αρσ.</b>) [[εὔκοσμος]]<br /><b>επιγρ.</b> [[τίτλος]] άρχοντα στην Αθήνα και την Πέργαμο. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ευκόσμως</i> (ΑΜ εὐκόσμως)<br />με [[κοσμιότητα]], με [[ευπρέπεια]], με [[σεμνότητα]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[ευτάκτως]], με [[τάξη]], αρμονικά<br /><b>αρχ.</b><br />με [[χάρη]], με καλλωπισμό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[κόσμος]] «[[τάξη]], [[στολισμός]]»].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὔκοσμος:''' -ον,<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που συμπεριφέρεται κόσμια, [[κόσμιος]], [[ευπρεπής]], σε Σόλωνα, σε Αττ., Θουκ.· τὸ εὔκοσμον = [[εὐκοσμία]], σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> καλοστολισμένος, [[χαριτωμένος]], σε Ευρ.<br /><b class="num">II. 1.</b> επίρρ. <i>-μως</i>, τακτικά, σε Ομήρ. Οδ.· υπερθ. <i>-ότατα</i>, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> χαριτωμένα, σε Πλούτ.
|lsmtext='''εὔκοσμος:''' -ον,<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που συμπεριφέρεται κόσμια, [[κόσμιος]], [[ευπρεπής]], σε Σόλωνα, σε Αττ., Θουκ.· τὸ εὔκοσμον = [[εὐκοσμία]], σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> καλοστολισμένος, [[χαριτωμένος]], σε Ευρ.<br /><b class="num">II. 1.</b> επίρρ. <i>-μως</i>, τακτικά, σε Ομήρ. Οδ.· υπερθ. <i>εὐκοσμότατα</i>, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> χαριτωμένα, σε Πλούτ.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=εὔ-κοσμος, ον<br /><b class="num">I.</b> behaving well, [[orderly]], [[decorous]], [[Solon]]., [[attic]], Thuc.; τὸ εὔκοσμον = [[εὐκοσμία]], Thuc.<br /><b class="num">2.</b> well, [[adorned]], [[graceful]], Eur.<br /><b class="num">II.</b> adv. -μως, in [[good]] [[order]], Od.; Sup. -ότατα, Xen.<br /><b class="num">2.</b> [[gracefully]], Plut.
|mdlsjtxt=εὔ-κοσμος, ον<br /><b class="num">I.</b> behaving well, [[orderly]], [[decorous]], [[Solon]]., [[attic]], Thuc.; τὸ εὔκοσμον = [[εὐκοσμία]], Thuc.<br /><b class="num">2.</b> well, [[adorned]], [[graceful]], Eur.<br /><b class="num">II.</b> adv. -μως, in [[good]] [[order]], Od.; Sup. εὐκοσμότατα, Xen.<br /><b class="num">2.</b> [[gracefully]], Plut.
}}
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[adorned]], [[orderly]]
|woodrun=[[adorned]], [[orderly]]
}}
}}

Revision as of 16:19, 19 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔκοσμος Medium diacritics: εὔκοσμος Low diacritics: εύκοσμος Capitals: ΕΥΚΟΣΜΟΣ
Transliteration A: eúkosmos Transliteration B: eukosmos Transliteration C: eykosmos Beta Code: eu)/kosmos

English (LSJ)

ον, A behaving well, orderly, decorous, Sol.4.33, Th.6.42 (Comp.); οὐκ εὔκοσμον αἴρονται φυγήν A. Pers.481; τὸ εὔκοσμον = εὐκοσμία, Th.1.84; ὁ εὔκοσμος, official title at Pergamum, IGRom.4.353b3 (ii A.D.); at Athens, SIG1109.94, 136 (ii A.D.). 2 well-adorned, τοῖχοι γραφῇσιν εὔκοσμοι Aret.CA1.1. II Adv. εὐκόσμως = in good order, Od.21.123, Hes. Op.628: Sup. εὐκοσμότατα X.Cyr.2.4.1. 2 ornamentally, gracefully, ξεῖν A.R.1.1120; διαλέγεσθαι Plu.Dem.11.

German (Pape)

[Seite 1076] wohlgeordnet; φυγή Aesch. Pers. 481; εὐνομία δ' εὔκοσμα καὶ ἄρτια πάντ' ἀποφαίνει Solon bei Dem. 19, 255 v. 32; wohlgeschmückt, ξανθοῖσι βοστρύχοισιν εὔκοσμος κόμην Eur. Bacch. 235; Luc. dom. 7; – τὸ εὔκοσμον, = εὐκοσμία, Thuc. 1, 84; εὐκοσμότεροι, leichter zu ordnen, 6, 42. – Adv. εὐκόσμως, in guter Ordnung, Od. 21, 123; Hes. O. 628; geschmückt, ὡς εὐκοσμότατα καὶ λαμπρότατα Xen. Cyr. 2, 4, 1; wohlanständig, καὶ μεγαλοπρεπῶς τῷ δήμῳ διαλέγεσθαι Plut. Dem. 11.

Greek (Liddell-Scott)

εὔκοσμος: -ον, κοσμίως φερόμενος, κόσμιος, εὐπρεπής, Σόλων 3. 32, Θουκ. 6. 42 (ἐν τῷ Συγκρ.)· οὐκ εὔκοσμον αἱροῦνται φυγὴν Αἰσχύλ. Πέρσ. 481: - τὸ εὔκοσμον, = εὐκοσμία, Θουκ. 1.84. 2) καλῶς κεκοσμημένος, εὔχαρις, Εὐρ. Βάκχ. 235· τοῖχοι γραφῇσιν εὔκοσμοι Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 1.1. ΙΙ. Ἐπίρρ. -μως, μετ’ εὐκοσμίας, Ὀδ. Φ. 123, πρβλ. Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 626. Ὑπερθ. -ότατα Ξεν. Κύρ. 2. 4, 1. 2) μετὰ κόσμου (στολισμοῦ), μετὰ χάριτος, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1120, Πλουτ. Δημ. 11.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
en bon ordre, bien ordonné ; τὸ εὔκοσμον c. εὐκοσμία;
Cp. εὐκοσμότερος.
Étymologie: εὖ, κόσμος.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὔκοσμος, -ον)
1. αυτός που έχει κοσμιότητα στους τρόπους του, αυτός που έχει καλή συμπεριφορά, πειθαρχημένος, φρόνιμος, σεμνός
2. αυτός που γίνεται με ευπρέπεια, με σεμνότητα, με κοσμιότητα (α. «εύκοσμη συμπεριφορά» β. «οὐκ εὔκοσμον αἴρονται φυγήν», Αισχύλ.)
αρχ.
1. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὔκοσμον
η κοσμιότητα («πολεμικοί τε καὶ εὔβουλοι διὰ τὸ εὔκοσμον γιγνόμεθα», Θουκ.)
2. (για πράγματα) ο καλλωπισμένος, ο ομορφοστολισμένος («τοῑχοι γραφῇσιν εὔκοσμοι», Αρετ.)
3. (το αρσ.) εὔκοσμος
επιγρ. τίτλος άρχοντα στην Αθήνα και την Πέργαμο.
επίρρ...
ευκόσμως (ΑΜ εὐκόσμως)
με κοσμιότητα, με ευπρέπεια, με σεμνότητα
μσν.-αρχ.
ευτάκτως, με τάξη, αρμονικά
αρχ.
με χάρη, με καλλωπισμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κόσμος «τάξη, στολισμός»].

Greek Monotonic

εὔκοσμος: -ον,
I. 1. αυτός που συμπεριφέρεται κόσμια, κόσμιος, ευπρεπής, σε Σόλωνα, σε Αττ., Θουκ.· τὸ εὔκοσμον = εὐκοσμία, σε Θουκ.
2. καλοστολισμένος, χαριτωμένος, σε Ευρ.
II. 1. επίρρ. -μως, τακτικά, σε Ομήρ. Οδ.· υπερθ. εὐκοσμότατα, σε Ξεν.
2. χαριτωμένα, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

εὔκοσμος:
1) приученный к порядку, воспитанный, дисциплинированный (εὐκοσμότερος καὶ ῥᾴων ἄρχειν Thuc.): οὐκ εὔ. φυγή Eur. беспорядочное бегство;
2) красиво убранный, изящно причесанный (κόμη Eur. - v.l. εὔοσμος).

Middle Liddell

εὔ-κοσμος, ον
I. behaving well, orderly, decorous, Solon., attic, Thuc.; τὸ εὔκοσμον = εὐκοσμία, Thuc.
2. well, adorned, graceful, Eur.
II. adv. -μως, in good order, Od.; Sup. εὐκοσμότατα, Xen.
2. gracefully, Plut.

English (Woodhouse)

adorned, orderly

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)