στρέβλη: Difference between revisions
τὰ σῦκα σῦκα, τὴν σκάφην δὲ σκάφην ὀνομάζειν → call a spade a spade | speak the truth | speak straight from the shoulder | give it straight from the shoulder | give the straight goods | not to mince matters | not to mince words | not mince words | call things by their right names | call a spade a spade and a shovel a shovel | call a shovel a shovel | call a spade a spade, not a big spoon
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''στρέβλη:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> каток, валик: [[σκάφος]] στρέβλαισι προσηγμένον Aesch. на катках спущенное (на воду) судно;<br /><b class="num">2)</b> [[ворот]], [[лебедка]] Arst.;<br /><b class="num">3)</b> винтовой пресс Plut.;<br /><b class="num">4)</b> [[орудие пытки]], [[дыба]] (στρέβλαι καὶ μάστιγες Polyb.). | |elrutext='''στρέβλη:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[каток]], [[валик]]: [[σκάφος]] στρέβλαισι προσηγμένον Aesch. на катках спущенное (на воду) судно;<br /><b class="num">2)</b> [[ворот]], [[лебедка]] Arst.;<br /><b class="num">3)</b> винтовой пресс Plut.;<br /><b class="num">4)</b> [[орудие пытки]], [[дыба]] (στρέβλαι καὶ μάστιγες Polyb.). | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=στρέβλη -ης, ἡ [~ στρεβλός] lier, katrol (hijswerktuig, bestaande uit een as waarom een touw of kabel gerold wordt). pijnbank. | |elnltext=στρέβλη -ης, ἡ [~ στρεβλός] lier, katrol (hijswerktuig, bestaande uit een as waarom een touw of kabel gerold wordt). pijnbank. | ||
}} | }} |
Revision as of 18:38, 19 August 2022
English (LSJ)
ἡ, (στρεβλός) A winch used in ship-building, A.Supp.441 (pl.= τὰ ξύλα τῶν νεῶν ἐν οἷς διασφηνοῦνται γομφούμενα (sic, fort. -μεναι), Hsch.). 2 in plural, the twisted cords in a mechanical toy, the untwisting of which releases the motive power, Arist.MA701b3,9. 3 clothes-press, prob. worked by a screw, Plu.2.950a. 4 part of a filter, τὸν τρυγώδη διὰ σάκκου καὶ στρέβλης ἠθεῖν οἶνον Phot. s.v. σακίζειν. II an instrument of torture, Plb.18.54.7, LXX 4 Ma.7.4, J.AJ19.1.6, Luc.Nec.14, etc. 2 torture, λύπας, μερίμνας, ἁρπαγάς, στρέβλας, νόσους Diph.88, cf.PTeb.789.15 (ii B.C.), D.S. 13.86 (pl.), Phld.Rh.1.234 S.; ζημίαι καὶ σ. ib.2.152 S. (pl.).
German (Pape)
[Seite 952] ἡ, eigtl. fem. von στρεβλός, ein Werkzeug zum Drchen, Winde, Rolle, Walze; σκάφος στρέβλαισιν ναυτικαῖσιν ὡς προσηγμένον, Aesch. Suppl. 436; Plut. prim. frig. 13. – Bes. ein Fol.erwerkzeug, Sp., wie Pol. 18, 37, 7.
Greek (Liddell-Scott)
στρέβλη: ἡ, (στρεβλός) ὄργανον πρὸς συστροφὴν ἢ περιαγωγήν, στροφεῖον, ὄνος, «μάγγανον», «ἀργάτης», Ἀριστ. π. Ζ. Κινήσ. 7, 7 κἑξ.· τοιαῦτα δέ τινα μηχανήματα θὰ ἦσαν καὶ αἱ στρέβλαι ναυτικαὶ παρ’ Αἰσχύλ. ἐν Ἱκ. 441· - κοχλίας, Πλούτ. 2. 950Α. ΙΙ. ὄργανον βασανιστήριον, Πολύβ. 18. 37, 7, Ἰωσήπ. Μακκ. 7, 4, Λουκ., Ἡσύχ., κλπ. 2) μεταφορ., βάσανος, λύπας, μερίμνας, ἁρπαγάς, στρέβλας, νόσους Δίφιλ. ἐν Ἀδήλ. 5.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
1 machine pour enlever des fardeaux, cabestan;
2 machine pour presser;
3 instrument de torture.
Étymologie: στρεβλός.
Greek Monolingual
η, ΝΑ
1. όργανο κατάλληλο για περιστροφή, στροφείο, μάγγανο
2. όργανο βασανισμού το οποίο χρησιμοποιούσαν για τη στρέβλωση τών άκρων τών καταδίκων («οἰκέτῃ κακούργῳ στρέβλαι καὶ βάσανοι», ΠΔ)
αρχ.
1. τροχαλία χρήσιμη για την κατασκευή πλοίων
2. είδος υφάσματος κατασκευασμένου, πιθανώς, με τη χρήση στροφείου
3. ελικοειδές τμήμα διϋλιστήρα
4. στον πληθ. αἱ στρέβλαι
περιεστραμμένα σχοινιά μηχανής με την εκτύλιξη τών οποίων προκαλείται η κίνηση
5. μτφ. λύπη, βάσανο («λύπας, μερίμνας, ἁρπαγάς, στρέβλας», Δίφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος ουσιαστικός τ. του στρεβλός].
Russian (Dvoretsky)
στρέβλη: ἡ
1) каток, валик: σκάφος στρέβλαισι προσηγμένον Aesch. на катках спущенное (на воду) судно;
2) ворот, лебедка Arst.;
3) винтовой пресс Plut.;
4) орудие пытки, дыба (στρέβλαι καὶ μάστιγες Polyb.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στρέβλη -ης, ἡ [~ στρεβλός] lier, katrol (hijswerktuig, bestaande uit een as waarom een touw of kabel gerold wordt). pijnbank.