βουπλήξ: Difference between revisions
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
m (Text replacement - " l.c." to " l.c.") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
||
Line 32: | Line 32: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''βουπλήξ:''' πλῆγος ὁ и ἡ<br /><b class="num">1)</b> остроконечная палка (которой погоняли быков), стрекало Hom., Luc.;<br /><b class="num">2)</b> жертвенный топор Anth. | |elrutext='''βουπλήξ:''' πλῆγος ὁ и ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[остроконечная палка]] (которой погоняли быков), стрекало Hom., Luc.;<br /><b class="num">2)</b> [[жертвенный топор]] Anth. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 19:04, 19 August 2022
English (LSJ)
ῆγος, ὁ (also ἡ, Ps.-Luc.Philopatr.4, EM371.40), A ox-goad, θεινόμεναι βουπλῆγι (gender undetermined) Il. 6.135. 2 axe for felling an ox, AP9.352 (Leon.), Timo4.1, Q.S.1.159.
German (Pape)
[Seite 459] ῆγος, Rinder schlagend; als subst., ἡ, der Stachelstab, zum Antreiben der Rinder, Hom. einmal, Iliad. 6, 135 Διωνύσοιο τιθήνας σεῦε κατ' ἠγάθεον Νυσήιον· αἱ δ' ἅμα πᾶσαι θύσθλα χαμαὶ κατέχευαν, ὑπ' ἀνδροφόνοιο Λυκούργου θεινόμεναι βουπλῆγι, vgl. über den Accent Scholl. Herodian. – Luc. Philop. 4; ὁ, Tim. Phlias. Ath. X, 445 e; sp. D. Nach Einigen = Beil zum Tödten von Rindern, Apoll. Lex. Homer. p. 52, 7 βουπλῆγι πελέκει· οἱ δὲ τῇ μάστιγι, vgl. Scholl. Iliad. 6, 135; so braucht es für »Opferbeil« Leon. Al. 9 (IX, 352); dah. Streitaxt, ἀμφίτυπος, βαθύστομος, Qu. Sm. 1, 158. 337.
Greek (Liddell-Scott)
βουπλήξ: ῆγος, ὁ, (καὶ ἡ, Ψευδο-Λουκ. Φιλοπάτρ. 4, Ἐτυμ. Μ. 371) κέντρον βοός, βούκεντρον, Λατ. stimulus, θεινόμεναι βουπλῆγι (τὸ γένος ἀόριστον) Ἰλ. Ζ. 135. 2) πέλεκυς πρὸς σφαγὴν βοός, Ἀνθ. Π. 9. 352, Τίμων παρ’ Ἀθην. 445Ε, Κόϊντ. Σμ. 1. 159.
French (Bailly abrégé)
ῆγος (ὁ et ἡ)
aiguillon, bâton ou fouet de bouvier.
Étymologie: βοῦς, πλήσσω.
English (Autenrieth)
ῆγος (πλήσσω): ox-goad, Il. 6.135†.
Spanish (DGE)
-ῆγος, ὁ
• Morfología: [fem. ἡ β. Luc.Philopatr.4, EM 371.40G.]
1 aguijada, Il.6.135, Luc.l.c., Paus.Gr.β 15, EM l.c.
2 hacha para el sacrificio de toros, AP 9.352 (Leon.), Timo SHell.778.1
•gener. hacha como arma ἀμφίτυπος Q.S.1.159, 12.571.
Greek Monolingual
βουπλήξ (-ῆγος), ο (Α)
1. η βουκέντρα
2. πελέκι για τη σφαγή βοδιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βους + -πληξ < πλήσσω, πλήττω (πρβλ. αλιπλήξ, αμφιπλήξ, κυματοπλήξ, παραπλήξ κ.ά.)].
Greek Monotonic
βουπλήξ: -ῆγος, ὁ (πλήσσω),
1. κεντρί του βοδιού, βούκεντρο, Λατ. stimulus, σε Ομήρ. Ιλ.
2. τσεκούρι προς σφαγή των βοδιών, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
βουπλήξ: πλῆγος ὁ и ἡ
1) остроконечная палка (которой погоняли быков), стрекало Hom., Luc.;
2) жертвенный топор Anth.
Middle Liddell
πλήσσω
1. an ox-goad, Lat. stimulus, Il.
2. an axe for felling an ox, Anth.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βουπλήξ -ῆγος, ὁ, ἡ βοῦς, πλήττω runderprikkel (stok om vee mee te drijven).