ἀμίμητος: Difference between revisions
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
|||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἀμίμητος:''' (ῑ)<br /><b class="num">1)</b> [[неподражаемый]] Plut., Anth.;<br /><b class="num">2)</b> не нашедший подражателей: οὐδὲν ἀπολείπειν ἀμίμητον Plut. подражать решительно всему. | |elrutext='''ἀμίμητος:''' (ῑ)<br /><b class="num">1)</b> [[неподражаемый]] Plut., Anth.;<br /><b class="num">2)</b> [[не нашедший подражателей]]: οὐδὲν ἀπολείπειν ἀμίμητον Plut. подражать решительно всему. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[μιμέομαι]]<br />inimitable, Anth.; τινί in a [[thing]], Plut.:—adv. -τως, Anth. | |mdlsjtxt=[[μιμέομαι]]<br />inimitable, Anth.; τινί in a [[thing]], Plut.:—adv. -τως, Anth. | ||
}} | }} |
Revision as of 20:40, 19 August 2022
English (LSJ)
[ῑ], ον, A inimitable, χάριτες AP5.107 (Crin.); τινί in thing, Plu.Per.13, etc. Adv. -τως, of inferior imitation, opp. μιμητι κῶς, Arist.Po.1460b32; superlatively, Plu.Nic.1. II not imitated, Id.2.53d.
German (Pape)
[Seite 125] unnachahmlich, Plut. öfter, z. B. Alc. 23; adv., Nic. 1; χάριτες Crinag. 14. 41 (IX, 239. V, 108).
Greek (Liddell-Scott)
ἀμίμητος: [ῑ], -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ μιμηθῇ χάριτες Ἀνθ. Π. 5. 108· τινὶ ἔν τινι, ὡς πρός τι, Πλουτ. Περικλ. 13 κτλ. - Ἐπίρρ. -τως ὁ αὐτ. Νικ. 1: ἀμιμήτως ἔγραψεν Ἀριστ. Ποιητ. 25. 10 (κατὰ τὰ χειρόγρ. καὶ τὰς νεωτέρ. ἐκδ.). ΙΙ, ὃν δὲν ἐμιμήθη τις, Πλούτ. 2. 53D.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 inimitable;
2 non imité.
Étymologie: ἀ, μιμέομαι.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [-ῑ-]
I 1no imitado φωνή Plu.2.51c, οὐδέν Plu.2.53d, cf. 2.59b.
2 inimitable de personas Ἀννίβας Plb.3.47.7, Ἀντώνιος OGI 195.2 (I a.C.), Χάριτες AP 9.239 (Crin.), cf. 5.108 (Crin.), σύμβιος IUrb.Rom.306
•de abstr. y cosas πολιτεία Plu.Lyc.31, ὁ δ' (Ἀλέξανδρος) Ἀπελλοῦ el retrato de Alejandro hecho por Apeles Plu.2.335a, ἀ. θεωρία espectáculo inimitable Aristeas 67, μίτρα Aristeas 98, τὸ ἀ. ἐκεῖνο τοῦ Ἡροδότου Longin.28.4, cf. 34.2, νῖκος Poet.de herb.81, διάθεσις POxy.2731.5 (IV/V a.C.), καλοκαγαθία PGen.55.5 (IV a.C.), τέχνη Nonn.D.29.200
•c. dat. propio difícil, imposible de imitar por o para τῇ ψυχῇ Arist.Pr.951a6, Ἀλκιβιάδῃ Plu.Alc.23
•c. dat. instrum. inimitable en cuanto a ταῖς τέχναις Aristeas 72, μορφῇ ... καὶ χάριτι Plu.Per.13, τρόποισιν IG 12(5).65 (Naxos III a.C.).
II subst. amimetum cierto medicamento para los ojos, CIL 12.5691.8.
III adv.
1 de manera inimitable ἐξενήνοχε Plu.Nic.1.
2 de manera inexacta ἔγραψεν Arist.Po.1460b32.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀμίμητος, -ον)
1. αυτός, τον οποίο δεν μιμήθηκε ή δεν μπορεί να μιμηθεί κανείς
2. ανυπέρβλητος, ασυναγώνιστος, άφθαστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερ. + μιμητός < μιμοῦμαι.
ΣΥΝΘ. αρχ. ἀμιμητόβιος.
Greek Monotonic
ἀμίμητος: [ῑ], -ον (μιμέομαι), απαράμιλλος, αμίμητος, μοναδικός, σε Ανθ.· τινι, σε κάτι, σε Πλούτ.· επίρρ. -τως, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ἀμίμητος: (ῑ)
1) неподражаемый Plut., Anth.;
2) не нашедший подражателей: οὐδὲν ἀπολείπειν ἀμίμητον Plut. подражать решительно всему.
Middle Liddell
μιμέομαι
inimitable, Anth.; τινί in a thing, Plut.:—adv. -τως, Anth.