ὑπερχλίω: Difference between revisions

From LSJ

πάρειμι δ' ἄκων οὐχ ἑκοῦσιν, οἶδ' ὅτι → I'm here unwilling, before those who don't want me, I'm sure

Source
m (Text replacement - "v.l. " to "v.l. ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ὑπερχλίω:''' кичиться, чваниться (ἐκ γλώσσης κακῆς Soph.).
|elrutext='''ὑπερχλίω:''' [[кичиться]], [[чваниться]] (ἐκ γλώσσης κακῆς Soph.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=or -[[χλιδάω]]<br />to be [[over]]-[[wanton]] or [[arrogant]], Soph.
|mdlsjtxt=or -[[χλιδάω]]<br />to be [[over]]-[[wanton]] or [[arrogant]], Soph.
}}
}}

Revision as of 12:31, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπερχλίω Medium diacritics: ὑπερχλίω Low diacritics: υπερχλίω Capitals: ΥΠΕΡΧΛΙΩ
Transliteration A: hyperchlíō Transliteration B: hyperchliō Transliteration C: yperchlio Beta Code: u(perxli/w

English (LSJ)

A to be over-wanton or arrogant, S.Tr.281 (v.l. -χλιδῶντες).

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερχλίω: ὑπερεντρυφῶ μετ’ αὐθαδείας ἔν τινι, κεῖνοι δ’ ὑπερχλίοντες ἐκ γλώσσης κακῆς, «ὑπερεντρυφήσαντες τῇ καθ’ Ἡρακλέους λοιδορίᾳ, ἢ ὑπερηφάνως λοιδορησάμενοι τῷ Ἡρακλεῖ» (Σχολ.), Σοφ. Τραχ. 281, - ὑπερχλίοντες εἶναι ἡ πρώτη γραφὴ ἐν τῷ Λαυρ. Ἀντιγράφῳ μετὰ ταῦτα μεταβληθεῖσα εἰς ὑπερχλιδῶντες.

French (Bailly abrégé)

c. ὑπερχλιδάω.
Étymologie: ὑπέρ, χλίω.

Greek Monolingual

Α
είμαι υπέρμετρα ηδυπαθής και αυθάδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + χλίω «ζω με τρυφή, με πολυτέλεια, μαλθακά»].

Greek Monotonic

ὑπερχλίω: ή -χλιδάω, είμαι υπερβολικά λάγνος, ακόλαστος ή υπερόπτης, αλαζονικός, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ὑπερχλίω: кичиться, чваниться (ἐκ γλώσσης κακῆς Soph.).

Middle Liddell

or -χλιδάω
to be over-wanton or arrogant, Soph.