καταμαντεύομαι: Difference between revisions
Ἀνὴρ δίκαιός ἐστιν οὐχ ὁ μὴ ἀδικῶν, ἀλλ' ὅστις ἀδικεῖν δυνάμενος μὴ βούλεται → Non iustus omnis abstinens iniuriae est, sed qui nocere quum potest, tunc abstinet → Gerecht ist nicht schon der Mann, der kein Unrecht tut, sondern wer Unrecht tuen könnte, doch nicht will
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''καταμαντεύομαι:''' отгадывать (ἐκ τῶν προγεγονότων τὰ μέλλοντα Arst.). | |elrutext='''καταμαντεύομαι:''' [[отгадывать]] (ἐκ τῶν προγεγονότων τὰ μέλλοντα Arst.). | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 13:08, 20 August 2022
English (LSJ)
A foretell against or about one, τι τῶν ἐχθρῶν J.BJ 4.4.6; <αὐτὸς> αὑτοῦ σιωπὴν κ. Ath.15.686c; τοῦτο τῇ πόλει, c. fut. inf., App.Pun.77. 2 divine, surmise, ἐκ τῶν προγεγονότων τὰ μέλλοντα -μαντευόμενοι κρίνομεν Arist.Rh.1368a31; κ. τὸ μέλλον Plb.2. 22.7, etc.: c. gen., ἰητροῦ ἐστι -μαντεύσασθαι τῶν τοιούτων Hp.Art.9; κ. τῆς τῶν ποιημάτων διανοίας Ath.14.634d; τοῦ εἰκότως συμβαίνοντος Hierocl.in CA10p.437M.; κ. περὶ τῶν γυναικῶν, ὁποῖαι… Nicostr. ap.Stob.4.22.102, cf. Gal.15.907; ὑπέρ τινος Onos.36.2.
German (Pape)
[Seite 1362] wahrsagen gegen Einen, von Einem, τινός, Ath. XV, 686 c; – τινί τι, App. Pun. 77; – errathen, τὰ μέλλοντα, Arist. rhet. 1, 9, wie Pol. 2, 22, 7; τῆς ποιημάτων διανοίας Ath. XIV, 634 d; περὶ τῶν γυναικῶν ὁποῖαί τινες ἔσονται Nicostr. Stob. fl. 70, 12.
Greek (Liddell-Scott)
καταμαντεύομαι: μαντεύομαι, προλέγω ἐναντίον τινὸς ἢ περί τινος, τί τινος Ἱππ. π. Ἄρθρ. 785, Ἀθήν. 686C, Κλήμ. Ἀλ. 690· τινί, μ. ἀπαρ. κατεμαντεύοντο τῇ πόλει μηδὲν ὀνήσειν Ἀπ. Καρχ. 77. 2) προοιωνίζομαι, εἰκάζω, καταμαντευόμενοι… τὰ μέλλοντα κρίνομεν, εἰκάζοντες, Ἀριστ. Ρητ. 1. 9, 40, Πολύβ. 2. 22, 7, κτλ.· Ἀρίσταρχος ὁ γραμματικός, ὃν μάντιν ἐκάλει Παναίτιος διὰ τὸ ρᾳδίως καταμαντεύεσθαι τῆς τῶν ποιημάτων διανοίας= διὰ τῆς εἰκασίας ἐπιτυγχάνει, Ἀθήν. 634C·― ὡσαύτως μετὰ γεν. ἐμπρθτ., Ἀθήν. 634D· κατ. περὶ τῶν γυναικῶν πόρρωθεν, ὁποῖαι…, Νικόστρ. παρὰ Στοβ. 427. 25· πρβλ. μαντεύομαι, Ι. 2.
French (Bailly abrégé)
conjecturer (l’avenir) acc..
Étymologie: κατά, μαντεύω.
Greek Monolingual
καταμαντεύομαι (Α)
1. προλέγω εναντίον κάποιου ή για κάποιον κάτι
2. προιωνίζομαι, προμαντεύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + μαντεύομαι «προλέγω»].
Greek Monotonic
καταμαντεύομαι: αποθ., προφητεύω, εικάζω, υποθέτω, σε Αριστ.
Russian (Dvoretsky)
καταμαντεύομαι: отгадывать (ἐκ τῶν προγεγονότων τὰ μέλλοντα Arst.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-μαντεύομαι voorspellen:; ἐκ τῶν προγεγονότων τὰ μέλλοντα uit het verleden de toekomst voorspellen Aristot. Rh. 1368a31; ook met gen.: ἰητροῦ ἐστι... καταμαντεύσασθαι τῶν τοιούτων het is de taak van de arts over dergelijke zaken een prognose te geven Hp. Art. 9.5.