μυριοστός: Difference between revisions

From LSJ

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+), (\w+)<\/b>" to "$1, $2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $3")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''μῡριοστός:''' десятитысячный ([[μέρος]], [[μοῖρα]] Arph.): τὰ μυριοστὸν [[ἔτος]] γεγραμμένα Plat. написанное десять тысяч лет тому назад.
|elrutext='''μῡριοστός:''' [[десятитысячный]] ([[μέρος]], [[μοῖρα]] Arph.): τὰ μυριοστὸν [[ἔτος]] γεγραμμένα Plat. написанное десять тысяч лет тому назад.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 13:20, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῡρῐοστός Medium diacritics: μυριοστός Low diacritics: μυριοστός Capitals: ΜΥΡΙΟΣΤΟΣ
Transliteration A: myriostós Transliteration B: myriostos Transliteration C: myriostos Beta Code: muriosto/s

English (LSJ)

ή, όν, 10,000A th, μέρος, μοῖρα, Ar.Lys.355, Th.555; μ. ἔτος 10,000 years ago, Pl.Lg.656e; μ. ἔ. γενόμενα ἢ ἐσόμενα Arist.Rh.1386a29, cf. Ph.218a28.

German (Pape)

[Seite 220] der zehntausendste; μέρος, Ar. Lys. 355; μοῖρα, Th. 555; Folgde, wie Plat. Legg. II, 656 e.

Greek (Liddell-Scott)

μῡριοστός: -ή, -όν, ὁ δεκακισχιλιοστός, μέρος, μοῖρα Ἀριστοφ. Λυσ. 355, Θεσμ. 555· μ. ἔτος, πρὸ δεκακισχιλίων ἐτῶν, Πλάτ. Νόμ. 656Ε, Ἀριστ. Ρητ. 2. 10, 5· εἰς ἔτος μ. ὁ αὐτ. ἐν Φυσ. 4. 10, 6· μυριάκις μ. Ἀρχιμήδ. ― Ἐπίρρ. μυριοστῶς, Θ. Στουδ. 348D.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
dix-millième.
Étymologie: μυρίος.

Greek Monolingual

-ή, -ὁ (ΑΜ μυριοστός, -ή, -όν)
1. αυτός που σε μιαν αριθμητική σειρά έχει τον αριθμό δέκα χιλιάδες, ο δεκακισχιλιοστός («οὐδ' ἂν χιλιοστός, ἴσως δ' οὐδ' ἂν μυριοστός», Ξεν.)
2. αυτός που είναι δέκα χιλιάδες φορές (ή πάρα πολύ) μικρότερος ως προς το μέγεθος ή ως προς το πλήθος σε σχέση με εκείνον με τον οποίο συγκρίνεται (α. «και το μυριοστό να έκανε από όσα υποσχέθηκε, θα ήμουν ευχαριστημένη» β. «καὶ μὴν μέρος γ' ἡμῶν ὁρᾱτ
οὔπω τὸ μυριοστόν», Αριστοφ.)
3. το ουδ. ως ουσ. το μυριοστό
καθένα από τα δέκα χιλιάδες μέρη στα οποία έχει διαιρεθεί κάτι που λαμβάνεται ως μονάδα.
επίρρ...
μυριοστῶς (Μ)
κατά το μυριοστό, κατά το ένα δεκάκις χιλιοστό («κἂν μυριστῶς γράφοιτο», Στουδ. Θεόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύριος + κατάλ. -στός, κατά τα ἑκατοστός, εἰκοστός.

Greek Monotonic

μῡριοστός: -ή, -όν, ο δεκάκις χιλιοστός, σε Αριστοφ.· μυριοστὸν ἔτος, 10.000 χρόνια από τότε, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

μῡριοστός: десятитысячный (μέρος, μοῖρα Arph.): τὰ μυριοστὸν ἔτος γεγραμμένα Plat. написанное десять тысяч лет тому назад.

Middle Liddell

μῡριοστός, ή, όν
the 10, 000 th, Ar.; μ. ἔτος 10, 000 years hence, Plat.

English (Woodhouse)

ten thousandth

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)