μορφοειδής: Difference between revisions
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''μορφοειδής:''' имеющий (определенную) форму ([[μέλη]] καὶ ἄρθρα Plut.). | |elrutext='''μορφοειδής:''' [[имеющий]] (определенную) форму ([[μέλη]] καὶ ἄρθρα Plut.). | ||
}} | }} |
Revision as of 13:25, 20 August 2022
English (LSJ)
ές, A of the nature of shape, σχηματισμός Epicur.Nat. 2.8. II like the human form, Plu.2.335d; μ. τοῦ σώματος ὁμοιότητες ib.735a.
German (Pape)
[Seite 209] ές, gestaltartig, formell, von den Bildern des Epikur, Plut. Symp. 8, 10, 2.
Greek (Liddell-Scott)
μορφοειδής: -ές, ὁ ἔχων μορφὴν ἢ σχῆμα, Πλούτ. 2. 335D, 733A.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui a une forme, formel t. de philos.
Étymologie: μορφή, εἶδος.
Greek Monolingual
μορφοειδής, -ές (Α)
1. αυτός του οποίου η φύση, η διάθεση, η ιδιότητα εκφράζεται με τη μορφή του
2. αυτός που έχει μορφή ή σχήμα
3. όμοιος με την ανθρώπινη φύση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μορφή + -ειδής].
Russian (Dvoretsky)
μορφοειδής: имеющий (определенную) форму (μέλη καὶ ἄρθρα Plut.).