περιαστράπτω: Difference between revisions
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
||
Line 35: | Line 35: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''περιαστράπτω:''' сиять кругом (περιήστραψεν [[φῶς]] ἐκ τοῦ οὐρανοῦ NT). | |elrutext='''περιαστράπτω:''' [[сиять кругом]] (περιήστραψεν [[φῶς]] ἐκ τοῦ οὐρανοῦ NT). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 13:30, 20 August 2022
English (LSJ)
A flash around, φῶς π. τινά Act.Ap.9.3, cf. Jul.Or.4.131a; περί τινα Act.Ap.22.6: abs., ἄγγελοι περιαστράπτοντες τοῖς ὅπλοις LXX 4 Ma.4.10. 2 dazzle, ὁ ἀνὴρ περιαστράπτεται ὑπὸ κάλλους is dazzled with beauty, Junc. ap. Stob.4.50.95, cf. Gal.19.220.
German (Pape)
[Seite 569] ringsum blitzen, Sp., wie N. T.; auch übertr., περιαστράπτεσθαι ὑπὸ τοῦ κάλλους, Iunc. bei Stob.
Greek (Liddell-Scott)
περιαστράπτω: ἀστράπτω περί τινα, ἐξαίφνης τε αὐτὸν περιήστραψεν φῶς ἐκ τοῦ οὐρανοῦ Πράξ. Ἀποστ. θ΄, 3· ὡσαύτως, περί τινα αὐτόθι κβ΄, 6. 2) θαμβώνω, τῇ ὑπερβολῇ τοῦ κάλλους τοὺς ὀφθαλμοὺς ἡμῶν περιαστράπτοντα Βασιλ. Ὁμιλ. Β΄ ἐν τῷ Ἑξαημ. ὑπὸ κάλλους καὶ ἡδονῆς περιαστράπτεσθαι λέγουσαι τὸν ἄνδρα, ἔχειν περὶ ἑαυτὸν λάμψιν τινά, ἀπαστράπτειν ἐκ καλλονῆς, Ἰοῦγκος παρὰ Στοβ. 117, 9 (τ. 3, σ. 447 Gaisf).
French (Bailly abrégé)
illuminer d’éclairs tout autour.
Étymologie: περί, ἀστράπτω.
English (Strong)
from περί and ἀστράπτω; to flash all around, i.e. envelop in light: shine round (about).
English (Thayer)
1st aorist περιηστραψα (Relz L περιεστραψα (see Buttmann, 34 f (30) and Tdf. s note)), to flash around, shine about, (περί, III:1): τινα, περί τινα, 4 Maccabees 4:10); ecclesiastical and Byzantine writings.)
Greek Monolingual
ΜΑ
1. λάμπω γύρω από κάποιον, περιβάλλω κάποιον με λάμψη («ἐξαίφνης περιήστραψεν αὐτὸν φῶς ἀπὸ τοῦ οὐρανοῦ», ΚΔ)
2. μτφ. θαμπώνω κάποιον («τῇ ὑπερβολῇ τοῦ κάλλους τοὺς ὀφθαλμοὺς ἡμῶν περιαστράπτοντα», Βασ.)
αρχ.
1. αστράφτω ολόγυρα («προσεφάνησαν ἄγγελοι περιαστράπτοντες τοῖς ὅπλοις», ΠΔ)
2. φωτίζω.
Greek Monotonic
περιαστράπτω: μέλ. -ψω, αστράπτω ολόγυρα, με αιτ., σε Καινή Διαθήκη
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περι-αστράπτω rondom bliksemen, omstralen:. αὐτὸν περιήστραψεν φῶς hem omstraalde een licht NT Act. Ap. 22.6.
Russian (Dvoretsky)
περιαστράπτω: сиять кругом (περιήστραψεν φῶς ἐκ τοῦ οὐρανοῦ NT).
Middle Liddell
fut. ψω
to flash around, c. acc., NTest.
Chinese
原文音譯:periastr£ptw 胚里-阿士特拉普拖
詞類次數:動詞 {2}
原文字根:周圍-閃 投
字義溯源:四周閃光,發光,發亮,四面照著,照著;由(περί / περαιτέρω)=周圍)與(ἀστράπτω)*=閃光)組成;而 (περί / περαιτέρω)出自(πέραν)=那邊), (πέραν)又出自(πειράω)X*=穿過)
出現次數:總共(2);徒(2)
譯字彙編:
1) 照著(1) 徒22:6;
2) 四面照著(1) 徒9:3