στρατηλάτης: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
mNo edit summary
m (Text replacement - "d’" to "d'")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />chef d’armée, général ; [[νεῶν]] ESCHL chef d’une flotte.<br />'''Étymologie:''' [[στρατός]], [[ἐλαύνω]].
|btext=ου (ὁ) :<br />chef d'armée, général ; [[νεῶν]] ESCHL chef d'une flotte.<br />'''Étymologie:''' [[στρατός]], [[ἐλαύνω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 12:26, 23 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στρᾰτηλάτης Medium diacritics: στρατηλάτης Low diacritics: στρατηλάτης Capitals: ΣΤΡΑΤΗΛΑΤΗΣ
Transliteration A: stratēlátēs Transliteration B: stratēlatēs Transliteration C: stratilatis Beta Code: strathla/ths

English (LSJ)

[ᾰ], ου, ὁ, A leader of an army, general, commander, Pratin.Lyr.1.9, S. Aj.1223, E.Ph.1241, and in late Prose, OGI648 (Palmyra, iii A.D.), PLips.48.23 (iv A.D.), etc.; = magister militum, Zos.2.33, Gloss., POxy.1983.2 (vi A.D.), etc.; Ἑλλάδος E.Or.970 (lyr.); also of an admiral, σ. νεῶν A.Eu.637.

German (Pape)

[Seite 951] ὁ, Heerführer; Aesch. Eum. 607; Soph. Ai. 1202 u. öfter, wie Eur. Auch in sp. Prosa, D. Hal. 1, 41 Plut. Num. 5.

Greek (Liddell-Scott)

στρᾰτηλάτης: [ᾰ], -ου, ὁ, (ἐλαύνω) ὁ ὁδηγῶν στρατόν, στρατηγός, διοικητὴς στρατοῦ, Πρατίν. 1, 11, Σοφ. Αἴ. 1223, Εὐρ., καὶ παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις, Ἑλλάδος ὁ αὐτ. ἐν Ὀρ. 970· ὡσαύτως ἐπὶ ναυάρχου, στρ. νεῶν Αἰσχύλ. Εὐμ. 637.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
chef d'armée, général ; νεῶν ESCHL chef d'une flotte.
Étymologie: στρατός, ἐλαύνω.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ, και θηλ. στρατηλάτις, -ιδος, Α
ηγέτης στρατού, στρατηγός, ανώτατος διοικητής στρατού
νεοελλ.
1. διοικητής στρατού σε νικηφόρο πόλεμο
2. στρατηγός με πολλές νίκες στο ενεργητικό του («ὁ Μέγας Αλέξανδρος υπήρξε μεγάλος στρατηλάτης»)
αρχ.
1. ναύαρχος
2. το θηλ.στρατηλάτις
προσωνυμία της Σελήνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρατός + -ηλάτης (< ἐλαύνω) πρβλ. ποδ-ηλάτης, με έκταση λόγω συνθέσεως].

Greek Monotonic

στρᾰτηλάτης: [ᾰ], -ου, ὁ (ἐλαύνω), αυτός που οδηγεί το στράτευμα, στρατηγός, διοικητής, σε Σοφ., Ευρ. κ.λπ.· λέγεται για ναύαρχο, στρατηλάτης νεῶν, σε Αισχύλ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στρατηλάτης -ου, ὁ [στρατός, ἐλαύνω] Dor. gen. plur. στρατηλατᾶν Eur. Or. 970, legeraanvoerder;. σ. νεῶν bevelhebber van de schepen, admiraal Aeschl. Eum. 637.

Russian (Dvoretsky)

στρᾰτηλάτης: ου (λᾰ) ὁ (главно)командующий, полководец Soph., Eur.: σ. νεῶν Aesch., Eur. командующий флотом.

Middle Liddell

στρᾰ˘τ-ηλάτης, ου, ὁ, ἐλαύνω
a leader of an army, a general, commander, Soph., Eur., etc.; of an admiral, στρ. νεῶν Aesch.

English (Woodhouse)

commander, general

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)