ψῆγμα: Difference between revisions
ἢ τοὺς πότους ἐρεῖς δῆλον ὅτι καὶ τὰ δεῖπνα καὶ ἐσθῆτα καὶ ἀφροδίσια, καὶ δέδιας μὴ τούτων ἐνδεὴς γενόμενος ἀπόλωμαι. οὐκ ἐννοεῖς δὲ ὅτι τὸ μὴ διψῆν τοῦ πιεῖν πολὺ κάλλιον καὶ τὸ μὴ πεινῆν τοῦ φαγεῖν καὶ τὸ μὴ ῥιγοῦν τοῦ ἀμπεχόνης εὐπορεῖν; → There you'll go, talking of drinking and dining and dressing up and screwing, worrying I'll be lost without all that. Don't you realize how much better it is to have no thirst, than to drink? to have no hunger, than to eat? to not be cold, than to possess a wardrobe of finery? (Lucian, On Mourning 16)
mNo edit summary |
m (Text replacement - "d’" to "d'") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ατος (τό) :<br />rognure, raclure : [[ψῆγμα]] <i>ou</i> ψήγματα χρυσοῦ, <i>ou simpl.</i> ψήγματα, paillette <i>ou</i> poussière | |btext=ατος (τό) :<br />rognure, raclure : [[ψῆγμα]] <i>ou</i> ψήγματα χρυσοῦ, <i>ou simpl.</i> ψήγματα, paillette <i>ou</i> poussière d'or, sable d'or.<br />'''Étymologie:''' [[ψήχω]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 12:43, 23 August 2022
English (LSJ)
ατος, τό, (ψήχω) that which is rubbed or that which is scraped off, shavings, scrapings, chips, ψῆγμα χρυσοῦ gold-dust, Hdt.4.195; so without χρυσοῦ, Id.1.93, 3.94 sq.; ψῆγμα χρυσότευκτον Eub.20; ψήγματα ἀργυρᾶ Inscr.Délos 442B89 (ii B.C.); πυρωθὲν ψῆγμα, of dust and ashes, A.Ag.442 (lyr.); of wood, τὰ τῶν αἰγείρων ψήγματα Philostr.Im.1.11; ἥλων ψῆγμα = χαλκοῦ ἄνθος, Dsc.5.77; μὴ διαλύεσθαι μέχρι ἐλαχίστου ψήγματος (of gum) Id.3.22; of motes in a sunbeam, Arist.Cael.313a20, cf. 304a21, Plu.2.722a, and v. τίλα II.
German (Pape)
[Seite 1396] τό, das Abgeriebene, Abgeschabte, das Schabsel; – übh. was klein gerieben ist, kleines Theilchen, σποδοῦ, Stäubchen, Asche, Aesch. Ag. 430; Körnchen, χρυσοῦ, Goldstaub, Goldsand, Her. 4, 195; Plut. Demetr. 4 u. A.; auch ohne den Zusatz, Her. 1, 93. 3, 94. 95. 98 u. sonst; ψῆγμα ἄπυρον χρυσοῖο Antiphil. 21 (IX, 310).
Greek (Liddell-Scott)
ψῆγμα: (ψήχω) τὸ ἀποκοπὲν ἢ ἐκπεσὸν ἔκ τινος σώματος διὰ τριβῆς ἢ ξέσεως, ἀπόξεσμα, μικρὸν τεμάχιον, μόριον, ῥίνημα, Λατ. ramentum, ψῆγμα χρυσοῦ, κόνις χρυσοῦ, Ἡρόδ. 4. 195· οὕτω καὶ ἄνευ τοῦ χρυσοῦ, ὁ αὐτ. 1. 93., 3. 94 κἑξ.· ψῆγμα χρυσότευκτον Εὔβουλος ἐν «Γλαύκῳ» 2 ψῆγμα πυρωθέν, ἐπὶ κόνεως καὶ τέφρας, Αἰσχύλ. Ἀγ. 442· ἐπὶ ξύλου, αἰγείρων ψήγματα Φιλόστρ. 781· ἐπὶ τοῦ ἐν ἡλίακῇ ἀκτῖνι φαινομένου κονιορτοῦ, Ἀριστ. π. Οὐραν. 4. 6, 1, πρβλ. 3. 5, 7, Πλούτ. 2. 722Α, καὶ ἴδε τίλαι.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
rognure, raclure : ψῆγμα ou ψήγματα χρυσοῦ, ou simpl. ψήγματα, paillette ou poussière d'or, sable d'or.
Étymologie: ψήχω.
Greek Monolingual
το / ψῆγμα, -ήγματος, ΝΜΑ ψήχω
μικρό κομμάτι μετάλλου ή άλλου υλικού που προήλθε από απόξεση ή τριβή, τρίμμα, ρίνισμα, κόκκος (α. «ψήγματα σιδήρου» β. «ἐκ τῆς ἰλύος ψῆγμα ἀναφέρουσι χρυσοῦ», Ηρόδ.)
νεοελλ.
1. (μεταλλ.) μικρή, συνήθως, άμορφη μάζα μετάλλου, διαβρωμένη από το νερό («ψήγμα χρυσού»)
2. μτφ. μικρό κομμάτι, δείγμα («ψήγματα αλήθειας»)
αρχ.
1. μικρό κομμάτι ξύλου
2. κόκκος σκόνης.
Greek Monotonic
ψῆγμα: -ατος, τό (ψήχω), αυτό που τρίβεται ή τεμαχίζεται, ξύσμα, κομμάτι, μόριο, ρίνισμα, Λατ. ramentum, ψῆγμα (με ή χωρίς τη γεν. χρυσοῦ), χρυσόσκονη, σε Ηρόδ.· ψῆγμα πυρωθέν, δηλ. σκόνη και στάχτη, σε Αισχύλ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ψῆγμα -ατος, τό [ψήχω] schraapsel, stof:. πυροθὲν ψῆγμα as uit het vuur Aeschl. Ag. 442; ψῆγμα χρυσοῦ stofgoud Hdt. 1.93.1.
Russian (Dvoretsky)
ψῆγμα: ατος τό ψήχω тж. pl. оскребки, крохи, крупинки: ψῆγμα πυρωθὲν σποδοῦ Aesch. пепел; ψήγματα Her., Luc., ψῆγμα χρυσοῦ Her. или ψήγματα χρυσίου Anth., Plut., Diod. крупинки золота, золотой песок; ψῆγμα λεπτομερέστατον Arst., Plut. тончайшая пыль.
Middle Liddell
ψήχω
that which is rubbed or scraped off, shavings, scrapings, chips, Lat. ramentum, ψῆγμα (with or without χρυσοῦ) gold dust, Hdt.; ψῆγμα πυρωθέν, i. e. dust and ashes, Aesch.