ἀντεισάγω: Difference between revisions
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
m (Text replacement - "d’" to "d'") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<b>1</b> introduire à la place | |btext=<b>1</b> introduire à la place d'un autre, substituer;<br /><b>2</b> amener tout à tour en fonction.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], [[εἰσάγω]]. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 12:46, 23 August 2022
English (LSJ)
[ᾰγ], A introduce, import instead, D.9.39 (Pass.), Pl.Ax. 369e, Men.402.16, etc. II bring in to office, etc., in turn, ἀλλήλους εἰς ἐπαρχίας κτλ. Plu.Caes.14. III restore, Gal.6.75, al.
German (Pape)
[Seite 245] (s. ἄγω), anstatt eines Andern einführen, Plat. Ax. 369 e Dem. 9, 39 Plut. Caes. 14.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντεισάγω: εἰσάγω ἀντί τινος, ἀντικαθιστῶ, Δημ. 121. 6 (ἐν τῷ παθ.), Πλάτ. Ἀξ. 369Ε, Μένανδ. ἐν «Πλοκίῳ» 1. 16. ΙΙ. εἰσάγω ἀμοιβαίως εἰς ὑπούργημά τι, εἰς ἐπαρχίας καὶ στρατεύματα καὶ δυνάμεις ἀλλήλους ἀντεισαγόντων Πλουτ. Καῖσ. 14.
French (Bailly abrégé)
1 introduire à la place d'un autre, substituer;
2 amener tout à tour en fonction.
Étymologie: ἀντί, εἰσάγω.
Spanish (DGE)
1 introducir en lugar de ταῦτα ἀντεισάγων ἀντὶ τούτων D.9.39, τῇ στερήσει τῶν ἀγαθῶν ἀντεισάγων κακῶν αἴσθησιν Pl.Ax.369e, ἀνασκευάζων μὲν φρενῖτιν, ἀντεισάγων δὲ λήθαργον S.E.M.11.136, ἀδικίαν ἀντὶ δικαιοσύνης Phld.Piet.p.8, cf. Gr.Naz.M.35.773C, Zonae.p.164.
2 restaurar, restituir τὴν ἡττημένην ποιότητα Gal.6.75.
3 ayudar, apoyar a su vez εἰς ἐπαρχίας ... ἀλλήλους Plu.Caes.14.
Greek Monolingual
ἀντεισάγω (AM)
εισάγω κάτι αντί άλλου, αντικαθιστώ
αρχ.
τοποθετώ με τη σειρά μου κάποιον σε μια θέση ή αξίωμα.
Greek Monotonic
ἀντεισάγω: μέλ. -ξω,
I. εισάγω αντί άλλου, υποκαθιστώ, σε Δημ.
II. ανεβάζω σε αξίωμα διαδοχικά, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἀντεισάγω:
1) вместо (кого-л. или чего-л.) вводить, подставлять (τί τινι Plat.);
2) замещать, заменять (sc. τινά Men.);
3) выдвигать, проводить (на должность) (ἀλλήλους εἰς ἐπαρχίας καὶ δυνάμεις Plut.);
4) ввозить взамен (ἀντί τινος Dem.).
Middle Liddell
I. to introduce instead, substitute, Dem.
II. to bring into office in turn, Plut.