παλλικάριον: Difference between revisions
Ἐμπειρία γὰρ τῆς ἀπειρίας κρατεῖ → Inscitiam etenim vincit experientia → Erfahrung überwindet Unerfahrenheit
mNo edit summary |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=pallikarion | |Transliteration C=pallikarion | ||
|Beta Code=pallika/rion | |Beta Code=pallika/rion | ||
|Definition=τό (for [[παλληκάριον]], cf. [[παλλήκιον]], [[πάλληξ]]), | |Definition=τό (for [[παλληκάριον]], cf. [[παλλήκιον]], [[πάλληξ]]), [[page]], POxy. 1863.4. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[παληκάρι]] και [[παλικάρι]], το (Μ παλληκάριον και [[παλλικάριον]])<br />[[γενναίος]], [[τολμηρός]], [[υπερήφανος]] και [[μαχητικός]] [[άνδρας]], [[λεβέντης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[νέος]] [[άνδρας]], [[σφριγηλός]] [[νέος]] [[μεταξύ]] της εφηβικής και της ανδρικής ηλικίας («ήταν μαζεμένα όλα τα παληκάρια του χωριού»)<br /><b>2.</b> [[άγαμος]], ανύπανδρος<br /><b>3.</b> (σε [[αντιδιαστολή]] με το [[κορίτσι]]) [[αρσενικό]] [[τέκνο]]<br /><b>4.</b> (επί τουρκοκρατίας) [[κλέφτης]] ή [[αρματολός]], [[μέλος]] ομάδας πολεμιστών με οπλαρχηγό<br /><b>5.</b> [[μέλος]] ληστρικής συμμορίας («τα παληκάρια του Νταβέλη»)<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «[[παληκάρι]] της φακής» — λέγεται ειρωνικά για θρασύδειλα άτομα που επιδεικνύουν ανύπαρκτη [[γενναιότητα]] και γελοιοποιούνται<br />β) «το καλό το [[παληκάρι]] ξέρει κι [[άλλο]] [[μονοπάτι]]» — λέγεται για τα άτομα που υπερνικούν τα αδιέξοδα, τις αντιξοότητες και τα εμπόδια με [[επιδεξιότητα]] και [[τέχνη]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[πεζός]] [[ακόλουθος]] έφιππου πολεμιστή<br /><b>2.</b> [[πολεμιστής]]<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ παλληκάρια</i><br />οι [[πάλλικες]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> μσν. <i>παλληκάριον</i> «[[πολεμιστής]]», υποκορ. του αρχ. [[πάλληξ]] «[[παιδί]]». Η γρφ. [[παληκάρι]] οφείλεται σε [[απλοποίηση]] τών δύο -<i>λλ</i>- σε ένα (<b>βλ. λ.</b> [[παλλακή]]), ενώ η γρφ. [[παλικάρι]] αφ' ενός σε [[απλοποίηση]] τών -<i>λλ</i>- και αφ' ετέρου σε [[προτίμηση]] του -<i>ι</i>-, που μαρτυρείται και σε αρχ. πάπυρο]. | |mltxt=και [[παληκάρι]] και [[παλικάρι]], το (Μ παλληκάριον και [[παλλικάριον]])<br />[[γενναίος]], [[τολμηρός]], [[υπερήφανος]] και [[μαχητικός]] [[άνδρας]], [[λεβέντης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[νέος]] [[άνδρας]], [[σφριγηλός]] [[νέος]] [[μεταξύ]] της εφηβικής και της ανδρικής ηλικίας («ήταν μαζεμένα όλα τα παληκάρια του χωριού»)<br /><b>2.</b> [[άγαμος]], ανύπανδρος<br /><b>3.</b> (σε [[αντιδιαστολή]] με το [[κορίτσι]]) [[αρσενικό]] [[τέκνο]]<br /><b>4.</b> (επί τουρκοκρατίας) [[κλέφτης]] ή [[αρματολός]], [[μέλος]] ομάδας πολεμιστών με οπλαρχηγό<br /><b>5.</b> [[μέλος]] ληστρικής συμμορίας («τα παληκάρια του Νταβέλη»)<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «[[παληκάρι]] της φακής» — λέγεται ειρωνικά για θρασύδειλα άτομα που επιδεικνύουν ανύπαρκτη [[γενναιότητα]] και γελοιοποιούνται<br />β) «το καλό το [[παληκάρι]] ξέρει κι [[άλλο]] [[μονοπάτι]]» — λέγεται για τα άτομα που υπερνικούν τα αδιέξοδα, τις αντιξοότητες και τα εμπόδια με [[επιδεξιότητα]] και [[τέχνη]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[πεζός]] [[ακόλουθος]] έφιππου πολεμιστή<br /><b>2.</b> [[πολεμιστής]]<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ παλληκάρια</i><br />οι [[πάλλικες]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> μσν. <i>παλληκάριον</i> «[[πολεμιστής]]», υποκορ. του αρχ. [[πάλληξ]] «[[παιδί]]». Η γρφ. [[παληκάρι]] οφείλεται σε [[απλοποίηση]] τών δύο -<i>λλ</i>- σε ένα (<b>βλ. λ.</b> [[παλλακή]]), ενώ η γρφ. [[παλικάρι]] αφ' ενός σε [[απλοποίηση]] τών -<i>λλ</i>- και αφ' ετέρου σε [[προτίμηση]] του -<i>ι</i>-, που μαρτυρείται και σε αρχ. πάπυρο]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:25, 23 August 2022
English (LSJ)
τό (for παλληκάριον, cf. παλλήκιον, πάλληξ), page, POxy. 1863.4.
Greek Monolingual
και παληκάρι και παλικάρι, το (Μ παλληκάριον και παλλικάριον)
γενναίος, τολμηρός, υπερήφανος και μαχητικός άνδρας, λεβέντης
νεοελλ.
1. νέος άνδρας, σφριγηλός νέος μεταξύ της εφηβικής και της ανδρικής ηλικίας («ήταν μαζεμένα όλα τα παληκάρια του χωριού»)
2. άγαμος, ανύπανδρος
3. (σε αντιδιαστολή με το κορίτσι) αρσενικό τέκνο
4. (επί τουρκοκρατίας) κλέφτης ή αρματολός, μέλος ομάδας πολεμιστών με οπλαρχηγό
5. μέλος ληστρικής συμμορίας («τα παληκάρια του Νταβέλη»)
6. φρ. α) «παληκάρι της φακής» — λέγεται ειρωνικά για θρασύδειλα άτομα που επιδεικνύουν ανύπαρκτη γενναιότητα και γελοιοποιούνται
β) «το καλό το παληκάρι ξέρει κι άλλο μονοπάτι» — λέγεται για τα άτομα που υπερνικούν τα αδιέξοδα, τις αντιξοότητες και τα εμπόδια με επιδεξιότητα και τέχνη
μσν.
1. πεζός ακόλουθος έφιππου πολεμιστή
2. πολεμιστής
3. στον πληθ. τὰ παλληκάρια
οι πάλλικες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. παλληκάριον «πολεμιστής», υποκορ. του αρχ. πάλληξ «παιδί». Η γρφ. παληκάρι οφείλεται σε απλοποίηση τών δύο -λλ- σε ένα (βλ. λ. παλλακή), ενώ η γρφ. παλικάρι αφ' ενός σε απλοποίηση τών -λλ- και αφ' ετέρου σε προτίμηση του -ι-, που μαρτυρείται και σε αρχ. πάπυρο].