τρωγλοδύτης: Difference between revisions

From LSJ

κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → fortune is common to all, the future is unknown | fortune is common to all and the future unknown | fate is common to all and the future unknown

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\." to "πρβλ. $2$4.")
mNo edit summary
Line 1: Line 1:
{{LSJ1
{{LSJ1
|Full diacritics=τρωγλοδύτης
|Full diacritics=τρωγλοδῠ́της
|Medium diacritics=τρωγλοδύτης
|Medium diacritics=τρωγλοδύτης
|Low diacritics=τρωγλοδύτης
|Low diacritics=τρωγλοδύτης
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=troglodytis
|Transliteration C=troglodytis
|Beta Code=trwglodu/ths
|Beta Code=trwglodu/ths
|Definition=[ῠ], ου, ὁ, (δύω) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[one who creeps into holes]], of foxes and snakes, <span class="bibl">Id.<span class="title">HA</span>610a12</span>; of crabs, <span class="bibl">Id.<span class="title">IA</span>713b28</span>:—for <b class="b3">οἱ Τρωγλοδύται</b>, [[Troglodytes]], [[Cave-men]], v. [[Τρωγοδύται]]. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[wren]], [[Troglodytes europaeus]], Ruf.<span class="title">Fr.</span>117, Philagr. ap. <span class="bibl">Aët.11.11</span>.</span>
|Definition=[ῠ], ου, ὁ, ([[δύω]]) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[one who creeps into holes]], of foxes and snakes, <span class="bibl">Id.<span class="title">HA</span>610a12</span>; of [[crab]]s, <span class="bibl">Id.<span class="title">IA</span>713b28</span>:—for οἱ [[Τρωγλοδύται]], [[Troglodytes]], [[Cavemen]], v. [[Τρωγοδύται]]. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[wren]], [[Troglodytes europaeus]], Ruf.<span class="title">Fr.</span>117, Philagr. ap. <span class="bibl">Aët.11.11</span>.</span>
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 13:47, 24 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρωγλοδῠ́της Medium diacritics: τρωγλοδύτης Low diacritics: τρωγλοδύτης Capitals: ΤΡΩΓΛΟΔΥΤΗΣ
Transliteration A: trōglodýtēs Transliteration B: trōglodytēs Transliteration C: troglodytis Beta Code: trwglodu/ths

English (LSJ)

[ῠ], ου, ὁ, (δύω) A one who creeps into holes, of foxes and snakes, Id.HA610a12; of crabs, Id.IA713b28:—for οἱ Τρωγλοδύται, Troglodytes, Cavemen, v. Τρωγοδύται. II wren, Troglodytes europaeus, Ruf.Fr.117, Philagr. ap. Aët.11.11.

Greek (Liddell-Scott)

τρωγλοδύτης: [ῠ], -ου, ὁ, (δύω) ὁ εἰσδυόμενος εἰς τρώγλα, ὁ ἐν τρώγλαις οἰκῶν, ἐπὶ ἀλωπέκων καὶ ὄφεων, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 9, 1, 28· ἐπὶ καρκίνων, ὁ αὐτ. περὶ Ζ. Πορείας 17. 1· - οἱ Τρωγλοδύται, οἱ ἐν τρώγλαις ἢ σπηλαίοις οἰκοῦντες, Αἰθιοπική τις φυλή, τοὺς τρωγλοδύτας Αἰθίοπας Ἡρόδ. 4. 183, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 12, 3, Στράβ., κλπ. ΙΙ. ὄνομα πτηνοῦ, πιθαν. = τρωγλίτης, Ἀέτ. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρήσεις σ. 431.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
qui habite dans des trous ; particul.τρωγλοδύτης, troglodyte, autre nom du τροχίλος, roitelet, oiseau.
Étymologie: τρώγλη, δύω.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ
1. (στον πληθ. ως κύριον όν.) οι Τρωγλοδύτες και Τρωγλοδύται
ονομασία που έδωσαν αρχαίοι συγγραφείς σε πρωτόγονους λαούς της Αιθιοπίας, της εσωτερικής Λιβύης, του Καυκάσου, της Σκυθίας κ.ά. οι οποίοι κατοικούσαν σε σπήλαια ή σε σκαπτές κατοικίες
2. ζωολ. γένος, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, στρουθιόμορφων πτηνών της οικογένειας τρωγλοδυτίδες με ένα επιδημητικό είδος στη χώρα μας, γνωστό με την κοινή σήμερα ονομασία τρυποφράχτης
νεοελλ.
1. (για πρόσ.) αυτός που κατοικεί σε τρώγλη, τρωγλόβιος
2. ζωολ. παλαιότερη ονομασία του χιμπατζή
αρχ.
1. (ως επίθ. κυρίως για ερπετά) σπηλαιόβιος
2. πτηνό όμοιο με τον βασιλίσκο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρώγλη + -δύτης (< δύω), πρβλ. ταβερνοδύτης. Σχετικά με το όν. του αιθιοπικού λαού παραμένει ανεξακρίβωτο αν ο τ. Τρωγλοδύται χρησιμοποιήθηκε στην Ελληνική για τον λαό αυτό λόγω του είδους τών κατοικιών του ή αν πρόκειται για απόδοση στην Ελληνική της ντόπιας ονομασίας τους].

Greek Monotonic

τρωγλοδύτης: [ῠ], -ου, ὁ (δύω), αυτός που διεισδύει σε τρώγλη· Τρωγλοδύται, οἱ, αυτοί που κατοικούν σε τρώγλες ή σπηλιές, κάποια Αιθιοπική φυλή, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

τρωγλοδύτης: ου (ῠ) adj. живущий в пещере или норе (Αἰθίοπες Her.; ζῷα Arst.).

Middle Liddell

τρωγλο-δῠ́της, ου, ὁ, [δύω]
one who creeps into holes:— Τρωγλοδύται, ῶν, οἱ, Troglodytes, cave-men, an Aethiopian tribe, Hdt.