εὐειδής: Difference between revisions

From LSJ

τὸ βέλτερον κακοῦ καὶ τὸ δίμοιρον αἰνῶ, καὶ δίκᾳ δίκας ἕπεσθαι, ξὺν εὐχαῖς ἐμαῖς, λυτηρίοις μηχαναῖς θεοῦ πάρα → I approve the better kind of evil, the two-thirds kind, and that, in accordance with my prayers, through contrivances bringing salvation at the god’s hand

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "<br \/>   <b>1<\/b> (?)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[εὐειδής]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> of [[fine]] [[appearance]] ἄλοχον εὐειδέα θέλων [[ἑκάτερος]] ἑὰν [[ἔμμεν]] (I. 8.28)
|sltr=[[εὐειδής]] of [[fine]] [[appearance]] ἄλοχον εὐειδέα θέλων [[ἑκάτερος]] ἑὰν [[ἔμμεν]] (I. 8.28)
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 12:04, 3 September 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐειδής Medium diacritics: εὐειδής Low diacritics: ευειδής Capitals: ΕΥΕΙΔΗΣ
Transliteration A: eueidḗs Transliteration B: eueidēs Transliteration C: eveidis Beta Code: eu)eidh/s

English (LSJ)

ές, well-shaped, comely, γυνή Il.3.48; prop. of female beauty (v. Eust. adloc.), cf. Hes. Th.250, Thgn.1002, Pi.I.8(7).31, B. 12.102, Hdt.1.196 (Sup.), al., Pl.Cri.44a, X.Mem.3.11.4; of males, Hdt.1.112, 6.32 (Sup.), A.Pers.324, E. Hel.1540, X.HG5.3.9: generally, beautiful, χρωτὸς εὐειδὴς φύσις E.Alc.174; τὸ εὐειδές, beauty of face, Cret. usage mentioned by Arist. Po.1461a14.

German (Pape)

[Seite 1063] ές, wohl gestaltet, γυνή Il. 3, 47, nach Eust. vorzugsweise von Frauen; ἄλοχος Pind. I. 7, 28; Γαλάτεια Hes. Th. 250; Λάκαινα κόρη Theogn. 1002; ἀνήρ Aesch. Pers. 316; χρωτὸς εὐειδῆ φύσιν Eur. Alc. 172; von Frauen auch Her. 3, 1. 3, wie Plat. Crit. 44 a; von Männern Her. 6, 32; Xen. An. 2, 3, 3, wie Plat. Rep. VI, 494 c u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

εὐειδής: -ές, ἔχων καλὸν εἶδος, ὡραίαν μορφήν, γυνὴ Ἰλ. Γ. 48· κυρίως ἐπὶ καλλονῆς γυναικείας (ἴδε Εὐστ. ἐν τόπ.), πρβλ. Ἡσ. Θ. 250, Θέογν. 1002, Πινδ. Ι. 8. (7). 61. Πλάτ. Κρίτωνα 44 Α, Ξεν. Ἀπομν. 3. 11, 4· ἀλλ’ ἐπὶ ἀρρένων, Ἡρόδ. 1. 32, 112., 6. 32 (ἐν τῷ Ὑπερθ.) Αἰσχύλ. Πέρσ. 324, Εὐρ. Ἑλ. 1540, Ξεν. Ἑλλ. 5. 3, 9: καθόλου ὡραῖος, χρωτὸς εὐειδὴς φύσις Εὐρ. Ἄλκ. 174: - τὸ εὐειδές, καλοννὴ προσώπου, τὸ εὐηδὲς οἱ Κρῆτες εὐπρόσωπον καλοῦσι Ἀριστ. ἐν Ποιητ. 25. 16.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
d'aspect agréable, beau, gracieux;
Sp. εὐειδέστατος.
Étymologie: εὖ, εἶδος.

English (Autenrieth)

ές (ϝεῖδος): beautiful, Il. 3.48†.

English (Slater)

εὐειδής of fine appearance ἄλοχον εὐειδέα θέλων ἑκάτερος ἑὰν ἔμμεν (I. 8.28)

Greek Monolingual

-ές (ΑΜ εὐειδής, -ές)
αυτός που έχει ωραία μορφή (είδος), ο ωραίος, ο όμορφος («γυνή προσελθούσα καλή και ευειδής», Παπαδ.)
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐειδές
η καλλονή, η ομορφιά του προσώπου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -ειδής (< είδος «όψη»), πρβλ. δυσειδής, ωοειδής].

Greek Monotonic

εὐειδής: -ές (εἶδος), καλοφτιαγμένος, εμφανίσιμος, όμορφος, ωραίος, περικαλλής, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Αττ.

Russian (Dvoretsky)

εὐειδής: миловидный, красивый, прекрасный (γυνή Hom.; ἄλοχος Pind.; ἀνήρ Aesch., Her., Xen., Plat.; παῖς Her., Plut.): χρωτὸς εὐ. φύσις Eur. прекрасная наружность.

Middle Liddell

εὐ-ειδής, ές εἶδος
well-shaped, goodly, beautiful, beauteous, Il., Hdt., attic

English (Woodhouse)

comely

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)