περιπνέω: Difference between revisions
τί ἦ μοι ταῦτα περὶ δρῦν ἢ περὶ πέτρην → but what is this to me, about an oak or a rock | but what are these things about a tree or a rock to me | why all this about trees and rocks | why all this about what we have nothing to do with | but why am I off on this tangent
m (Text replacement - "<br \/> <b>1<\/b> (?)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "") |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=<b>περῐπνέω | |sltr=<b>περῐπνέω</b> [[blow]] [[round]] μακάρων νᾶσον ὠκεανίδες αὖραι περιπνέοισιν (O. 2.72) | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 12:10, 3 September 2022
English (LSJ)
A breathe round, c. acc., Μακάρων νᾶσον αὖραι περιπνέοισι Pi.O.2.72, cf. Luc.VH2.5: abs., D.S.3.19:—Pass., ἡ γῆ περιπνεομένη αὔραις Arist.Mu.397a34; οἴκησις περιπνεομένα (Dor.) MyiaEp.4. II exhale a scent of, οἰκία περιπνεῖ Ἐρμοῦ καὶ Μουσῶν Eun.VSp.483 B.
German (Pape)
[Seite 588] (s. πνέω), umwehen, umblasen, anhauchen, c. accus., Pind., νᾶσος αὖραι περιπνέοισιν, Ol. 2, 72; intrans. herumwehen, -blasen, ringsum duften, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
περιπνέω: μέλλ. -πνεύσομαι, πνέω περί τι, μετ’ αἰτ., αὖραι νάσους Μακάρων περιπνέοισι Πινδ. Ο. 2. 130, πρβλ. Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 2. 5· ἀπολ., Διόδ. 3. 19. ― Παθητ., ἡ γῆ περιπνεομένη αὔραις Ἀριστ. π. Κόσμ. 5, 12· οἴκησις περιπνευμένα (Δωρ.) Gale Opusc. 751.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
souffler autour de.
Étymologie: περί, πνέω.
English (Slater)
περῐπνέω blow round μακάρων νᾶσον ὠκεανίδες αὖραι περιπνέοισιν (O. 2.72)
Greek Monolingual
και ποιητ. τ. περιπνείω Α
1. πνέω, φυσώ γύρω από κάτι, ολόγυρα («Μακάρων νᾱσον αὖραι περιπνέοισι», Πίνδ.)
2. αναδίδω οσμή από όλες τις πλευρές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + πνέω «φυσώ»].
Greek Monotonic
περιπνέω: μέλ. -πνεύσομαι, πνέω γύρω ή πάνω από ένα μέρος, με αιτ., σε Πίνδ.
Russian (Dvoretsky)
περιπνέω: дуть вокруг, обвевать (νάσους Μακάρων Pind.; ἡ γῆ περιπνεομένη αὔραις Arst.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περι-πνέω blazen rondom.
Middle Liddell
fut. -πνεύσομαι
to breathe round or over a place, c. acc., Pind.