χίδρυ: Difference between revisions
νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this
m (Text replacement - "d’" to "d'") |
m (Text replacement - "l’" to "l'") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=(τό) :<br />τὸ [[αἰδοῖον]] (Hsch).<br />'''Étymologie:''' pê apparenté à [[χῖδρον]] (on aurait alors la même métaphore que pour [[κριθή]]) - une autre glose d'Hsch rapproche de la « barbe hérissée de | |btext=(τό) :<br />τὸ [[αἰδοῖον]] (Hsch).<br />'''Étymologie:''' pê apparenté à [[χῖδρον]] (on aurait alors la même métaphore que pour [[κριθή]]) - une autre glose d'Hsch rapproche de la « barbe hérissée de l'épi de blé » (cf. ἄρκηλα, [[βρύσσος]]). | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ὄνομα]] δειλόν».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. λ. του καθημερινού λαϊκού λεξιλογίου, η [[ακριβής]] σημ. της οποίας δεν [[είναι]] γνωστή. Η λ. [[χίδρυ]] από μορφολογική [[άποψη]] θυμίζει τον τ. [[χῖδρον]] «χλωρό [[σιτάρι]]». Παρλλ. υπάρχει μια [[σειρά]] τ. του <b>Ησύχ.</b>: [[χίδαλον]], [[χίδαδον]], [[χιδά]], [[χιδαλέον]], οι οποίοι θα μπορούσαν πιθ. να θεωρηθούν συγγενείς. Στην [[περίπτωση]] αυτή, οι σημ. τών [[χίδαλον]]<br /><i>ἀντὶ τοῦ</i> <span style="color: red;"><</span> [[κίδαλον]]>- τὸ [[αἰδοῖον]] και [[χίδαδον]]<br />τὸ [[παιδίον]] θα οδηγούσαν στο [[συμπέρασμα]] ότι ο τ. [[χίδρυ]] έχει σημ. με σεξουαλικά υπονοούμενα (για τη [[σχέση]] μιας τέτοιας σημ. με τη σημ. «[[σιτάρι]]» του τ. [[χῖδρον]] <b>πρβλ.</b> τη [[χρήση]] της λ. [[κριθή]] για να δηλωθεί το ανδρικό [[μόριο]]). Η [[σύνδεση]] τών τ. [[χιδά]]<br /><i>φρικτή</i> και [[χιδαλέον]]·...<i>πεφρικός</i> με τους υπόλοιπους τ. και με τη λ. [[χῖδρον]] «[[σιτάρι]]» μπορεί να γίνει κατανοητή μόνο με μια [[αναφορά]] στα ανορθωμένα στάχια του σιταριού, η οποία θα εξηγούσε πιθ. τις σημ. τών [[παραπάνω]] τ. «φρικτή» και «ανορθωμένος». Η [[σύνδεση]], [[τέλος]], τών τ. αυτών με τον τ. του <b>Ησύχ.</b> [[κίδαλον]]<br />[[κρόμμυον]] [[είναι]] [[μάλλον]] παρετυμολογική]. | |mltxt=Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ὄνομα]] δειλόν».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. λ. του καθημερινού λαϊκού λεξιλογίου, η [[ακριβής]] σημ. της οποίας δεν [[είναι]] γνωστή. Η λ. [[χίδρυ]] από μορφολογική [[άποψη]] θυμίζει τον τ. [[χῖδρον]] «χλωρό [[σιτάρι]]». Παρλλ. υπάρχει μια [[σειρά]] τ. του <b>Ησύχ.</b>: [[χίδαλον]], [[χίδαδον]], [[χιδά]], [[χιδαλέον]], οι οποίοι θα μπορούσαν πιθ. να θεωρηθούν συγγενείς. Στην [[περίπτωση]] αυτή, οι σημ. τών [[χίδαλον]]<br /><i>ἀντὶ τοῦ</i> <span style="color: red;"><</span> [[κίδαλον]]>- τὸ [[αἰδοῖον]] και [[χίδαδον]]<br />τὸ [[παιδίον]] θα οδηγούσαν στο [[συμπέρασμα]] ότι ο τ. [[χίδρυ]] έχει σημ. με σεξουαλικά υπονοούμενα (για τη [[σχέση]] μιας τέτοιας σημ. με τη σημ. «[[σιτάρι]]» του τ. [[χῖδρον]] <b>πρβλ.</b> τη [[χρήση]] της λ. [[κριθή]] για να δηλωθεί το ανδρικό [[μόριο]]). Η [[σύνδεση]] τών τ. [[χιδά]]<br /><i>φρικτή</i> και [[χιδαλέον]]·...<i>πεφρικός</i> με τους υπόλοιπους τ. και με τη λ. [[χῖδρον]] «[[σιτάρι]]» μπορεί να γίνει κατανοητή μόνο με μια [[αναφορά]] στα ανορθωμένα στάχια του σιταριού, η οποία θα εξηγούσε πιθ. τις σημ. τών [[παραπάνω]] τ. «φρικτή» και «ανορθωμένος». Η [[σύνδεση]], [[τέλος]], τών τ. αυτών με τον τ. του <b>Ησύχ.</b> [[κίδαλον]]<br />[[κρόμμυον]] [[είναι]] [[μάλλον]] παρετυμολογική]. | ||
}} | }} |
Revision as of 10:40, 5 September 2022
English (LSJ)
ὄνομα δειλόν, Hsch.
French (Bailly abrégé)
(τό) :
τὸ αἰδοῖον (Hsch).
Étymologie: pê apparenté à χῖδρον (on aurait alors la même métaphore que pour κριθή) - une autre glose d'Hsch rapproche de la « barbe hérissée de l'épi de blé » (cf. ἄρκηλα, βρύσσος).
Greek Monolingual
Α
(κατά τον Ησύχ.) «ὄνομα δειλόν».
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. λ. του καθημερινού λαϊκού λεξιλογίου, η ακριβής σημ. της οποίας δεν είναι γνωστή. Η λ. χίδρυ από μορφολογική άποψη θυμίζει τον τ. χῖδρον «χλωρό σιτάρι». Παρλλ. υπάρχει μια σειρά τ. του Ησύχ.: χίδαλον, χίδαδον, χιδά, χιδαλέον, οι οποίοι θα μπορούσαν πιθ. να θεωρηθούν συγγενείς. Στην περίπτωση αυτή, οι σημ. τών χίδαλον
ἀντὶ τοῦ < κίδαλον>- τὸ αἰδοῖον και χίδαδον
τὸ παιδίον θα οδηγούσαν στο συμπέρασμα ότι ο τ. χίδρυ έχει σημ. με σεξουαλικά υπονοούμενα (για τη σχέση μιας τέτοιας σημ. με τη σημ. «σιτάρι» του τ. χῖδρον πρβλ. τη χρήση της λ. κριθή για να δηλωθεί το ανδρικό μόριο). Η σύνδεση τών τ. χιδά
φρικτή και χιδαλέον·...πεφρικός με τους υπόλοιπους τ. και με τη λ. χῖδρον «σιτάρι» μπορεί να γίνει κατανοητή μόνο με μια αναφορά στα ανορθωμένα στάχια του σιταριού, η οποία θα εξηγούσε πιθ. τις σημ. τών παραπάνω τ. «φρικτή» και «ανορθωμένος». Η σύνδεση, τέλος, τών τ. αυτών με τον τ. του Ησύχ. κίδαλον
κρόμμυον είναι μάλλον παρετυμολογική].