ἀκράτεια: Difference between revisions

From LSJ

Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten

Menander, Monostichoi, 432
mNo edit summary
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=a)kra/teia
|Beta Code=a)kra/teia
|Definition=[κρᾰ], ἡ, ([[ἀκρατής]])<br><span class="bld">A</span> [[want of power]], [[debility]], νεύρων Hp. Aph.5.16, Liqu.1.<br><span class="bld">II</span> [[incontinence]], [[want of self-control]], opp. [[ἐγκράτεια]], Pl.R.461b, Lg.734b, etc.; ἀκράτεια ἡδονῶν τε καὶ ἐπιθυμιῶν ib. 886a, etc., cf. Ph.2.406.
|Definition=[κρᾰ], ἡ, ([[ἀκρατής]])<br><span class="bld">A</span> [[want of power]], [[debility]], νεύρων Hp. Aph.5.16, Liqu.1.<br><span class="bld">II</span> [[incontinence]], [[want of self-control]], opp. [[ἐγκράτεια]], Pl.R.461b, Lg.734b, etc.; ἀκράτεια ἡδονῶν τε καὶ ἐπιθυμιῶν ib. 886a, etc., cf. Ph.2.406.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ας, ἡ<br /><b class="num">1</b> [[debilidad]] νεύρων Hp.<i>Aph</i>.5.16, <i>Liqu</i>.1.<br /><b class="num">2</b> [[incontinencia]], [[desenfreno]] op. [[ἐγκράτεια]] Pl.<i>R</i>.461b, <i>Lg</i>.734b, Arist.<i>VV</i> 1250<sup>a</sup>1 (var.), Ph.2.406, c. gen. ἡδονῶν Pl.<i>Lg</i>.886a.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 15: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />impuissance à se gouverner <i>ou</i> à se maîtriser, intempérance.<br />'''Étymologie:''' [[ἀκρατής]].
|btext=ας (ἡ) :<br />impuissance à se gouverner <i>ou</i> à se maîtriser, intempérance.<br />'''Étymologie:''' [[ἀκρατής]].
}}
{{DGE
|dgtxt=-ας, ἡ<br /><b class="num">1</b> [[debilidad]] νεύρων Hp.<i>Aph</i>.5.16, <i>Liqu</i>.1.<br /><b class="num">2</b> [[incontinencia]], [[desenfreno]] op. [[ἐγκράτεια]] Pl.<i>R</i>.461b, <i>Lg</i>.734b, Arist.<i>VV</i> 1250<sup>a</sup>1 (var.), Ph.2.406, c. gen. ἡδονῶν Pl.<i>Lg</i>.886a.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 12:40, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ᾰ̓κρᾰ́τειᾰ Medium diacritics: ἀκράτεια Low diacritics: ακράτεια Capitals: ΑΚΡΑΤΕΙΑ
Transliteration A: akráteia Transliteration B: akrateia Transliteration C: akrateia Beta Code: a)kra/teia

English (LSJ)

[κρᾰ], ἡ, (ἀκρατής)
A want of power, debility, νεύρων Hp. Aph.5.16, Liqu.1.
II incontinence, want of self-control, opp. ἐγκράτεια, Pl.R.461b, Lg.734b, etc.; ἀκράτεια ἡδονῶν τε καὶ ἐπιθυμιῶν ib. 886a, etc., cf. Ph.2.406.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
1 debilidad νεύρων Hp.Aph.5.16, Liqu.1.
2 incontinencia, desenfreno op. ἐγκράτεια Pl.R.461b, Lg.734b, Arist.VV 1250a1 (var.), Ph.2.406, c. gen. ἡδονῶν Pl.Lg.886a.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκράτεια: [κρᾰ] ἡ, (ἀκρατὴς) = ἔλλειψις ἰσχύος, ἀδυναμία, νεύρων, Ἱππ, Ἀφ. 1253. ΙΙ. ἡ διαγωγὴ καὶ ὁ χαρακτὴρ τοῦ ἀκρατοῦς, ἔλλειψις αὐτοκυβερνήσεως, ἀντίθ. τῷ ἐγκράτεια, Πλάτ. Πολ. 461Β, Νόμ. 734Β, κτλ.· ἀκρ. ἡδονῶν τε καὶ ἐπιθυμιῶν, αὐτόθι 886Α, κτλ.: - ἐπικρατῶν τύπος παρὰ τοῖς μεταγενεστ. εἶναι ἀκρασία, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 1. 4, Ρητ. 1. 12, 2, Μένανδ. ἐν «Δεισιδαίμονι» 4, καὶ ὁ τύπος οὗτος εὕρηται καὶ ἐν χειρογρ. τοῦ Πλάτ. (Πολ. ἔνθ’ ἀνωτ., Γοργ. 525Α) καὶ τοῦ Ξεν. (Ἀπομν. 4. 5, 6, καὶ ἀλλ.): ὁ τύπος ἀκρατία, ὡσαύτως εὕρηται ἐν χειρογρ. τοῦ Ἱππ. Κωακ. 145, Πλάτ. κτλ., πιθανῶς κατὰ σφάλμα· ἴδε Λοβ. Φρύν. 524, κἑξ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
impuissance à se gouverner ou à se maîtriser, intempérance.
Étymologie: ἀκρατής.

Greek Monolingual

η (Α ἀκράτεια)
αδυναμία αυτοσυγκράτησης, έλλειψη αυτοκυριαρχίας, εγκράτειας
νεοελλ.
φρ. «ακράτεια γλώσσας», πολυλογία, αθυροστομία. Ιατρ. (αγγλ. και γαλλ. incontinence). Συγγενής (εκ γενετής) ή επίκτητη αδυναμία εκούσιας συγκράτησης των απεκκρίσεων: ακράτεια ούρων (βλ. ούρηση), ακράτεια κοπράνων (βλ. αφόδευση).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρατής
ο όρος πέρασε και στην ξεν. επιστημον. ορολογία, πρβλ. νεολατιν. acratia, απ' όπου και η σημασία του νεώτερου ιατρ. όρου της Ελληνικής].

Greek Monotonic

ἀκράτεια, ἡ: (ἀκρᾰτής), ασυγκράτηση, αχαλίνωτη ορμή, έλλειψη αυτοελέγχου, σε Πλάτ.· ο μεταγεν. τύπος είναι ἀκρᾰσία.

Russian (Dvoretsky)

ἀκράτεια: (ρᾰ) ἡ невоздержность, неумеренность (τινος Xen., Plat., Plut. и περί τινος Plut.).

Middle Liddell

ἀκρατής
incontinence, want of self-control, Plat.:—the later form is ἀκρασία.

English (Woodhouse)

intemperance, licence, licentiousness, excesses, want of control, want of restraint

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Translations

debility

Bulgarian: безсилие, немощ; Chinese French: débilité, fatigue; Japanese: 衰弱; Latin: infirmitas, debilitas; Persian: عجز‎, ناتوانی‎; Portuguese: debilidade; Russian: слабость, бессилие, немощь, деградация; Spanish: debilidad

incontinence

Arabic: سَلَس‎; Catalan: incontinència; Chinese Mandarin: 失禁; Danish: inkontinens; Dutch: incontinentie; Finnish: karkailu, inkontinenssi; French: incontinence; German: Inkontinenz; Greek: ακράτεια; Irish: neamhchoinneálacht; Italian: incontinenza; Japanese: 失禁; Norwegian: inkontinens; Portuguese: incontinência; Russian: недержание, инконтиненция; Spanish: incontinencia; Swedish: inkontinens