ἀνέλεγκτος: Difference between revisions
Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)
m (Text replacement - "d’" to "d'") |
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=a)ne/legktos | |Beta Code=a)ne/legktos | ||
|Definition=ον,<br><span class="bld">A</span> [[not cross-questioned]], [[safe from being questioned]], Th.5.85; ἡ γλῶττα ἀ. ἡμῖν ἔσται, ἡ δὲ φρὴν οὐκ ἀ. Pl.Tht.154d, cf. Phlb.41b.<br><span class="bld">2</span> [[not refuted]], ἐᾶν τινὰ ἀ. Id.Grg.467a; ἵνα μοι καὶ ἀ. ἡ [[μαντεία]] γένοιτο [[irrefutable]], Id.Ap.22a, cf. Ti.29b. Adv. [[ἀνελέγκτως]], λεγόμενον [[without refutation]] or [[without reply]], Plu.CG10.<br><span class="bld">3</span> of persons also, [[without trial]], ἀ. διαφυγεῖν Th.6.53. | |Definition=ον,<br><span class="bld">A</span> [[not cross-questioned]], [[safe from being questioned]], Th.5.85; ἡ γλῶττα ἀ. ἡμῖν ἔσται, ἡ δὲ φρὴν οὐκ ἀ. Pl.Tht.154d, cf. Phlb.41b.<br><span class="bld">2</span> [[not refuted]], ἐᾶν τινὰ ἀ. Id.Grg.467a; ἵνα μοι καὶ ἀ. ἡ [[μαντεία]] γένοιτο [[irrefutable]], Id.Ap.22a, cf. Ti.29b. Adv. [[ἀνελέγκτως]], λεγόμενον [[without refutation]] or [[without reply]], Plu.CG10.<br><span class="bld">3</span> of persons also, [[without trial]], ἀ. διαφυγεῖν Th.6.53. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> de pers.<br /><b class="num">1</b> [[que no es sometido a interrogatorio judicial]] ἀ. διαφυγεῖν Th.6.53<br /><b class="num">•</b>[[sin refutación]] εἰ δέ με ἐάσεις ἀνέλεγκτον Pl.<i>Grg</i>.467a, cf. 482b, ἡ μὲν γὰρ γλῶττα [[ἀνέλεγκτος]] ἡμῖν ἔσται, ἡ δὲ φρὴν οὐκ [[ἀνέλεγκτος]] nuestra lengua quedará sin refutación, pero no nuestro pensamiento</i> Pl.<i>Tht</i>.154d, cf. Th.5.85.<br /><b class="num">2</b> [[inocente]] ἐὰν δέ τις [[ἀνέλεγκτος]] φανῆται, ἀπολύηται Iust.Phil.<i>Apol</i>.7.4, del Cordero de Dios, Origenes <i>Io</i>.6.58<br /><b class="num">•</b>de la desnudez de los gimnastas [[irreprochable]] μηδὲ τοῦτον ἀνέλεγκτον αὐτοῖς εἶναι Philostr.<i>Gym</i>.17.<br /><b class="num">II</b> de cosas [[no sometido a discusión]] [[δόγμα]] Pl.<i>Phlb</i>.41b, γνώμη D.C.52.33.4<br /><b class="num">•</b>[[irrefutable]] [[μαντεία]] Pl.<i>Ap</i>.22a, ἀνελέγκτοις ... λόγοις ... καὶ ἀνικήτοις Pl.<i>Ti</i>.29b.<br /><b class="num">III</b> adv. [[ἀνελέγκτως]] = [[sin refutación]], [[sin investigación]] de un [[cargo]] contra alguien, Plu.<i>CG</i> 10. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 18: | Line 21: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> non réfuté;<br /><b>2</b> non convaincu (d'une faute);<br /><b>3</b> irréfutable.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[ἐλέγχω]]. | |btext=ος, ον :<br /><b>1</b> non réfuté;<br /><b>2</b> non convaincu (d'une faute);<br /><b>3</b> irréfutable.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[ἐλέγχω]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 13:05, 1 October 2022
English (LSJ)
ον,
A not cross-questioned, safe from being questioned, Th.5.85; ἡ γλῶττα ἀ. ἡμῖν ἔσται, ἡ δὲ φρὴν οὐκ ἀ. Pl.Tht.154d, cf. Phlb.41b.
2 not refuted, ἐᾶν τινὰ ἀ. Id.Grg.467a; ἵνα μοι καὶ ἀ. ἡ μαντεία γένοιτο irrefutable, Id.Ap.22a, cf. Ti.29b. Adv. ἀνελέγκτως, λεγόμενον without refutation or without reply, Plu.CG10.
3 of persons also, without trial, ἀ. διαφυγεῖν Th.6.53.
Spanish (DGE)
-ον
I de pers.
1 que no es sometido a interrogatorio judicial ἀ. διαφυγεῖν Th.6.53
•sin refutación εἰ δέ με ἐάσεις ἀνέλεγκτον Pl.Grg.467a, cf. 482b, ἡ μὲν γὰρ γλῶττα ἀνέλεγκτος ἡμῖν ἔσται, ἡ δὲ φρὴν οὐκ ἀνέλεγκτος nuestra lengua quedará sin refutación, pero no nuestro pensamiento Pl.Tht.154d, cf. Th.5.85.
2 inocente ἐὰν δέ τις ἀνέλεγκτος φανῆται, ἀπολύηται Iust.Phil.Apol.7.4, del Cordero de Dios, Origenes Io.6.58
•de la desnudez de los gimnastas irreprochable μηδὲ τοῦτον ἀνέλεγκτον αὐτοῖς εἶναι Philostr.Gym.17.
II de cosas no sometido a discusión δόγμα Pl.Phlb.41b, γνώμη D.C.52.33.4
•irrefutable μαντεία Pl.Ap.22a, ἀνελέγκτοις ... λόγοις ... καὶ ἀνικήτοις Pl.Ti.29b.
III adv. ἀνελέγκτως = sin refutación, sin investigación de un cargo contra alguien, Plu.CG 10.
German (Pape)
[Seite 221] unwiderleglich, μαντεία, λόγοι ἀν. καὶ ἀκίνητοι, Plat. Apol. 22 a Tim. 29 b; nicht widerlegt, Theaet. 154 d u. sonst; ununtersucht, τοῦτο τὸ δόγμα ἀδύνατον ἀν. γίγνεσθαι Phil. 41 b. – Adv., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνέλεγκτος: -ον, ἀνεξέλεγκτος, ἀνεξέταστος, ἐπαγωγὰ καὶ ἀνέλεγκτα Θουκ. 5. 85· ἡ γλῶττα ἀνέλεγκτος ἡμῖν ἔσται, ἡ δὲ φρὴν οὐκ ἀνέλεγκτος Πλάτ. Θεαίτ. 154D, πρβλ. Φίλ. 41Β. 2) ὁ μὴ ἀναιρεθείς, εἰ δέ με ἐάσεις ἀνέλεγκτον ὁ αὐτ. Γοργ. 467Δ· ἵνα μοι καὶ ἀνέλεγκτος ἡ μαντεία γένοιτο, ἀνεξέλεγκτος, τὴν ὁποίαν νὰ μὴ δύνηταί τις ν’ ἀποδείξη ψευδῆ, ὁ αὐτ. Ἀπολ. 22Α, πρβλ. Τίμ. 29Β: - Ἐπίρρ. ἀνελέγκτως λεγόμενον, ἄνευ ἀναιρέσεως ἢ ἀντιρρήσεως, Πλουτ. Γ. Γράκχ. 10. 3) ἐπὶ προσ. ὡσαύτως, ὁ μὴ κατακριθείς, ἀθῳωθείς, ἀν. διαφυγεῖν Θουκ. 6. 53.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 non réfuté;
2 non convaincu (d'une faute);
3 irréfutable.
Étymologie: ἀ, ἐλέγχω.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀνέλεγκτος, -ον)
1. ανεξέλεγκτος, ανεξέταστος
2. εκείνος που δεν αναιρέθηκε, δεν ανασκευάστηκε ή δεν μπορεί να αναιρεθεί
3. (για πρόσωπα) εκείνος του οποίου η ενοχή δεν αποδείχθηκε δικαστικά.
Greek Monotonic
ἀνέλεγκτος: -ον (ἐλέγχω),
1. ανεξέταστος, ανεξέλεγκτος, ασφαλής από την ανάκριση, σε Θουκ.· μη κατάδικος, στον ίδ.
2. αναντίλεκτος, μη αντικρουόμενος, σε Πλάτ.· επίρρ. ἀνελέγκτως, χωρίς αντίρρηση, αναντίρρητα, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἀνέλεγκτος:
1) не подвергнутый допросу, не уличенный (αἰτιαθείς Thuc.);
2) неопровергнутый, незыблемый (γλῶττα Thuc., Plat.; φρήν Plat.): εἰ δέ με ἐάσεις ἀνέλεγκτον Plat. если ты не опровергнешь моих слов;
3) неопровержимый, непреложный (μαντεία Plat.);
4) неисследованный, непроверенный, неразобранный (δόγμα Plat.).
Middle Liddell
ἐλέγχω
1. not cross-questioned, safe from being questioned, Thuc.: unconvicted, Thuc.
2. not refuted, irrefutable, Plat.:—adv. ἀνελέγκτως, without refutation, Plut.