ἀναμφήριστος: Difference between revisions
Τί ὕπνος; Καμάτων ἀνάπαυσις, ἰατρῶν κατόρθωμα, δεδεμένων λύσις, ἀγρυπνούντων σοφία, νοσούντων εὐχή, θανάτου εἰκών, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πάσης πνοῆς ἡσυχία, πλουσίων ἐπιτήδευμα, πενήτων ἀδολεσχία, καθημερινὴ μελέτη. → What is sleep? Rest from toil, the success of physicians, the release of those who are bound, the wisdom of the wakeful, what sick men pray for, an image of death, the desire of those who toil in hardship, the rest of all the spirit, a principal occupation of the rich, the idle chatter of poor men, a daily object of concern.
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=a)namfh/ristos | |Beta Code=a)namfh/ristos | ||
|Definition=ον, = [[ἀναμφίβολος]], Hsch. | |Definition=ον, = [[ἀναμφίβολος]], Hsch. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[indiscutible]] Χριστὸς ἀ. ἔπος μυθήσατο Nonn.<i>Par.Eu.Io</i>.10.34, cf. Hsch.<br /><b class="num">2</b> adv. -ως [[con claridad]] δειχθήσεται ἀ. ... ἡ κατὰ Ἑβραίους φιλοσοφία Clem.Al.<i>Strom</i>.1.21.101. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 18: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀναμφήριστος''': -ον, ἀδιαφιλονείκητος, [[ἀναμφίβολος]], ὡς ὁ Schneid. ἐν Τίμωνι παρὰ Σέξτ. Ἐμπ. P. 1. 224· ἄλλοι ἔχουσιν ἐπαμφήριστος. - Ἐπίρρ. -τως Κλήμ. Ἀλ. 378. | |lstext='''ἀναμφήριστος''': -ον, ἀδιαφιλονείκητος, [[ἀναμφίβολος]], ὡς ὁ Schneid. ἐν Τίμωνι παρὰ Σέξτ. Ἐμπ. P. 1. 224· ἄλλοι ἔχουσιν ἐπαμφήριστος. - Ἐπίρρ. -τως Κλήμ. Ἀλ. 378. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀναμφήριστος]], -ον) [[άμφήριστος]]<br />[[αναμφίβολος]], [[αναντίρρητος]], [[βέβαιος]]. | |mltxt=-η, -ο (Α [[ἀναμφήριστος]], -ον) [[άμφήριστος]]<br />[[αναμφίβολος]], [[αναντίρρητος]], [[βέβαιος]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:08, 1 October 2022
English (LSJ)
ον, = ἀναμφίβολος, Hsch.
Spanish (DGE)
-ον
1 indiscutible Χριστὸς ἀ. ἔπος μυθήσατο Nonn.Par.Eu.Io.10.34, cf. Hsch.
2 adv. -ως con claridad δειχθήσεται ἀ. ... ἡ κατὰ Ἑβραίους φιλοσοφία Clem.Al.Strom.1.21.101.
German (Pape)
[Seite 198] unbestritten, gewiß, Nonn. – Adv -ίστως, Clem. Al.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναμφήριστος: -ον, ἀδιαφιλονείκητος, ἀναμφίβολος, ὡς ὁ Schneid. ἐν Τίμωνι παρὰ Σέξτ. Ἐμπ. P. 1. 224· ἄλλοι ἔχουσιν ἐπαμφήριστος. - Ἐπίρρ. -τως Κλήμ. Ἀλ. 378.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀναμφήριστος, -ον) άμφήριστος
αναμφίβολος, αναντίρρητος, βέβαιος.