εἴσθεσις: Difference between revisions
ἔστιν οὖν τραγῳδία μίμησις πράξεως σπουδαίας καὶ τελείας μέγεθος ἐχούσης, ἡδυσμένῳ λόγῳ χωρὶς ἑκάστου τῶν εἰδῶν ἐν τοῖς μορίοις, δρώντων καὶ οὐ δι' ἀπαγγελίας, δι' ἐλέου καὶ φόβου περαίνουσα τὴν τῶν τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν → Tragedy is, then, a representation of an action that is heroic and complete and of a certain magnitude—by means of language enriched with all kinds of ornament, each used separately in the different parts of the play: it represents men in action and does not use narrative, and through pity and fear it effects relief to these and similar emotions.
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=ei)/sqesis | |Beta Code=ei)/sqesis | ||
|Definition=εως, ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[putting in]], <span class="bibl">Ph.1.278</span>; opp. [[ἀφαίρεσις]], <span class="bibl">Dam.<span class="title">Pr.</span> 102</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[insetting]] of short lines in lyric strophes, Sch.<span class="bibl">Ar.<span class="title">Pl.</span>253</span>, <span class="bibl"><span class="title">Ach.</span>565</span>.</span> | |Definition=εως, ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[putting in]], <span class="bibl">Ph.1.278</span>; opp. [[ἀφαίρεσις]], <span class="bibl">Dam.<span class="title">Pr.</span> 102</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[insetting]] of short lines in lyric strophes, Sch.<span class="bibl">Ar.<span class="title">Pl.</span>253</span>, <span class="bibl"><span class="title">Ach.</span>565</span>.</span> | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-εως, ἡ<br /><b class="num">1</b> [[inserción]], [[inclusión]] εἰ. ... τὰ φανέντα ἐπεισφέρει τῷ νῷ la «actividad de inserción» (como falsa etim. de [[αἴσθησις]]) introduce las imágenes en la mente</i> Ph.1.278, ἀθάνατοι ... οὔτε εἴσθεσιν οὔτε ἀφαίρεσιν οὐδεμίαν ἐπιδεχόμεναι inmortales, (las almas) no admiten ni inserción ni privación</i> Dam.<i>Pr</i>.102 (tal vez por πρόσθεσις).<br /><b class="num">2</b> [[intercalación]] de unidades métricas, Sch.Ar.<i>Ach</i>.566, Sch.rec.Ar.<i>Pl</i>.253a. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 18: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εἴσθεσις''': -εως, ἡ, τὸ τιθέναι [[ἐντός]] τινος, Φίλων 1. 278. ΙΙ. [[εἰσαγωγή]], [[ἀρχή]], Σχόλ. εἰς, Ἀριστοφ. Πλ. 253, Ἀχ. 565. | |lstext='''εἴσθεσις''': -εως, ἡ, τὸ τιθέναι [[ἐντός]] τινος, Φίλων 1. 278. ΙΙ. [[εἰσαγωγή]], [[ἀρχή]], Σχόλ. εἰς, Ἀριστοφ. Πλ. 253, Ἀχ. 565. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[εἴσθεσις]], η (AM)<br /><b>1.</b> [[τοποθέτηση]] [[μέσα]] σε [[κάτι]]<br /><b>2.</b> (στην [[τυπογραφία]]) η [[εισοχή]] στίχου, η [[γραφή]] του πρώτου γράμματος ένα [[διάστημα]] δεξιότερα από την [[αρχή]] άλλων στίχων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αρχή]]<br /><b>2.</b> [[εισαγωγή]]. | |mltxt=[[εἴσθεσις]], η (AM)<br /><b>1.</b> [[τοποθέτηση]] [[μέσα]] σε [[κάτι]]<br /><b>2.</b> (στην [[τυπογραφία]]) η [[εισοχή]] στίχου, η [[γραφή]] του πρώτου γράμματος ένα [[διάστημα]] δεξιότερα από την [[αρχή]] άλλων στίχων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αρχή]]<br /><b>2.</b> [[εισαγωγή]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:20, 1 October 2022
English (LSJ)
εως, ἡ, A putting in, Ph.1.278; opp. ἀφαίρεσις, Dam.Pr. 102. II insetting of short lines in lyric strophes, Sch.Ar.Pl.253, Ach.565.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
1 inserción, inclusión εἰ. ... τὰ φανέντα ἐπεισφέρει τῷ νῷ la «actividad de inserción» (como falsa etim. de αἴσθησις) introduce las imágenes en la mente Ph.1.278, ἀθάνατοι ... οὔτε εἴσθεσιν οὔτε ἀφαίρεσιν οὐδεμίαν ἐπιδεχόμεναι inmortales, (las almas) no admiten ni inserción ni privación Dam.Pr.102 (tal vez por πρόσθεσις).
2 intercalación de unidades métricas, Sch.Ar.Ach.566, Sch.rec.Ar.Pl.253a.
German (Pape)
[Seite 743] ἡ, das Hineinsetzen, Philo: der Anfang, Eingang, Schol. Ar. Ach. 565.
Greek (Liddell-Scott)
εἴσθεσις: -εως, ἡ, τὸ τιθέναι ἐντός τινος, Φίλων 1. 278. ΙΙ. εἰσαγωγή, ἀρχή, Σχόλ. εἰς, Ἀριστοφ. Πλ. 253, Ἀχ. 565.
Greek Monolingual
εἴσθεσις, η (AM)
1. τοποθέτηση μέσα σε κάτι
2. (στην τυπογραφία) η εισοχή στίχου, η γραφή του πρώτου γράμματος ένα διάστημα δεξιότερα από την αρχή άλλων στίχων
αρχ.
1. αρχή
2. εισαγωγή.