βρῖθος: Difference between revisions

From LSJ

Οὔτοι ποθ' οὑχθρός, οὐδ' ὅταν θάνῃ, φίλος → One's enemy does not become one's friend when they die

Sophocles, Antigone, 522
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0464.png Seite 464]] τό, die Wucht, Last, Hippocr.; Eur. Tr. 1050; Arist. Eth. Nic. 1, 11 u. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0464.png Seite 464]] τό, die Wucht, Last, Hippocr.; Eur. Tr. 1050; Arist. Eth. Nic. 1, 11 u. Sp.
}}
{{bailly
|btext=<i>ion.</i> εος, <i>att.</i> ους (τό) :<br />poids, lourd fardeau.<br />'''Étymologie:''' cf. [[βριθύς]], [[βρίθω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''βρῖθος''': -εος, τό, βάρος, Ἱππ. 609. 15, Εὐρ. Τρῳ. 1050· τῶν ἀτυχημάτων τὰ μὲν ἔχει τι βρ. καὶ ῥοπὴν πρὸς τὸν βίον Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 11, 3.
|lstext='''βρῖθος''': -εος, τό, βάρος, Ἱππ. 609. 15, Εὐρ. Τρῳ. 1050· τῶν ἀτυχημάτων τὰ μὲν ἔχει τι βρ. καὶ ῥοπὴν πρὸς τὸν βίον Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 11, 3.
}}
{{bailly
|btext=<i>ion.</i> εος, <i>att.</i> ους (τό) :<br />poids, lourd fardeau.<br />'''Étymologie:''' cf. [[βριθύς]], [[βρίθω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 18:20, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βρῖθος Medium diacritics: βρῖθος Low diacritics: βρίθος Capitals: ΒΡΙΘΟΣ
Transliteration A: brîthos Transliteration B: brithos Transliteration C: vrithos Beta Code: bri=qos

English (LSJ)

εος, τό, weight, Hp.Mul.1.48, E.Tr.1050, Plu.Marc.15; τῶν ἀτυχημάτων τὰ μὲν ἔχει τι β. καὶ ῥοπὴν πρὸς τὸν βίον Arist.EN 1101a29.

Spanish (DGE)

-εος, τό
peso β. γίνεται ἐν τῇσι μέτρῃσι Hp.Mul.1.48, μεῖζον β. ἢ πάροιθ' ἔχει; ¿pesa más que antes? ref. a Helena, E.Tr.1050, τὸ τῆς κύστεως β. Mnesith.Ath.51.19, δραχμάων τρίφατον δεκάδος ... β. Nic.Th.102, μηδενὸς ὅλως τὸ β. στέγοντος de las piedras lanzadas como proyectiles, Plu.Marc.15
fig. τῶν ἀτυχημάτων τὰ μὲν ἔχει τι β. καὶ ῥοπὴν πρὸς τὸν βίον algunas de las desgracias tienen un peso e influencia en la vida Arist.EN 1101a29.

German (Pape)

[Seite 464] τό, die Wucht, Last, Hippocr.; Eur. Tr. 1050; Arist. Eth. Nic. 1, 11 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

ion. εος, att. ους (τό) :
poids, lourd fardeau.
Étymologie: cf. βριθύς, βρίθω.

Greek (Liddell-Scott)

βρῖθος: -εος, τό, βάρος, Ἱππ. 609. 15, Εὐρ. Τρῳ. 1050· τῶν ἀτυχημάτων τὰ μὲν ἔχει τι βρ. καὶ ῥοπὴν πρὸς τὸν βίον Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 11, 3.

Greek Monolingual

βρῑθος, το (Α)
βάρος, φορτίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βρίθω ή < βριθύς.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) εμβριθής, σιδηροβριθής
αρχ.
αβριθής, διαβριθής, επιβριθής, εριβριθής, ευβριθής, οπισθοβριθής, πυριβριθής, σαυροβριθής, στερνοβριθής, υπερβριθής, χθονοβριθής
νεοελλ.
αλσοβριθής, ανθοβριθής, ανθρακοβριθής, ανθρωποβριθής, αραχνοβριθής, αστεροβριθής, βιβλιοβριθής, εντομοβριθής, κοσμοβριθής, κονιορτοβριθής, μαργαριτοβριθής, μικροβιοβριθής, χαλαζοβριθής, χαλικοβριθής, χαριτοβριθής, χορτοβριθής].

Greek Monotonic

βρῖθος: -εος, τό (βρῑθύς), βάρος, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

βρῖθος: εος τό
1) груз, кладь (τῶν νεῶν Plut.);
2) вес (μεῖζον β. ἔχειν Eur.);
3) бремя, тяжесть (τῶν ἀτυχημάτων Arst.).

Middle Liddell

βριθύς
weight, Eur.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βρῖθος -ους, zonder contr. -εος, τό [βρι- ‘zwaar’, ‘krachtig’] gewicht, zwaarte; ook overdr. voor belangrijkheid.

English (Woodhouse)

burden

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)