καπράω: Difference between revisions

From LSJ

Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) (\([\p{Cyrillic}\s]+\)) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2, $3 $4")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1324.png Seite 1324]] ([[κάπρος]]), von wilden Schweinen, ranzen, läufisch sein, ἔχειν πρὸς τὴν ὀχείαν ὁρμητικῶς, Arist. H. A. 6, 18; VLL. Übertr. von geilen Weibern, Ar. καπρῶσα [[γραῦς]], Plut. 1024 Eccl. 927; Menand. bei Artemid. 1, 12.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1324.png Seite 1324]] ([[κάπρος]]), von wilden Schweinen, ranzen, läufisch sein, ἔχειν πρὸς τὴν ὀχείαν ὁρμητικῶς, Arist. H. A. 6, 18; VLL. Übertr. von geilen Weibern, Ar. καπρῶσα [[γραῦς]], Plut. 1024 Eccl. 927; Menand. bei Artemid. 1, 12.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />être en rut.<br />'''Étymologie:''' [[κάπρος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''καπράω''': ἐπὶ θηλειῶν ὑῶν, [[ὅταν]] ὀργῶσι πρὸς ὀχείαν καὶ ζητῶσι τὸν κάπρον, Λατ. subare, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 18, 17· ─ μεταφ., εἶμαι αἰσχρὸς, [[ἀκόλαστος]], [[λάγνος]], καπρῶσα [[γραῦς]] Ἀριστοφ. Πλ. 1024, πρβλ. Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 320· ─ [[ὡσαύτως]], [[καπρίζω]], [[καπρώζω]].
|lstext='''καπράω''': ἐπὶ θηλειῶν ὑῶν, [[ὅταν]] ὀργῶσι πρὸς ὀχείαν καὶ ζητῶσι τὸν κάπρον, Λατ. subare, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 18, 17· ─ μεταφ., εἶμαι αἰσχρὸς, [[ἀκόλαστος]], [[λάγνος]], καπρῶσα [[γραῦς]] Ἀριστοφ. Πλ. 1024, πρβλ. Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 320· ─ [[ὡσαύτως]], [[καπρίζω]], [[καπρώζω]].
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />être en rut.<br />'''Étymologie:''' [[κάπρος]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 22:15, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καπράω Medium diacritics: καπράω Low diacritics: καπράω Capitals: ΚΑΠΡΑΩ
Transliteration A: kapráō Transliteration B: kapraō Transliteration C: kaprao Beta Code: kapra/w

English (LSJ)

of sows, want the boar, Arist.HA572b24: metaph., to be lecherous, καπρῶσα γραῦς Ar.Pl.1024, cf. Men.917.

German (Pape)

[Seite 1324] (κάπρος), von wilden Schweinen, ranzen, läufisch sein, ἔχειν πρὸς τὴν ὀχείαν ὁρμητικῶς, Arist. H. A. 6, 18; VLL. Übertr. von geilen Weibern, Ar. καπρῶσα γραῦς, Plut. 1024 Eccl. 927; Menand. bei Artemid. 1, 12.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
être en rut.
Étymologie: κάπρος.

Greek (Liddell-Scott)

καπράω: ἐπὶ θηλειῶν ὑῶν, ὅταν ὀργῶσι πρὸς ὀχείαν καὶ ζητῶσι τὸν κάπρον, Λατ. subare, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 18, 17· ─ μεταφ., εἶμαι αἰσχρὸς, ἀκόλαστος, λάγνος, καπρῶσα γραῦς Ἀριστοφ. Πλ. 1024, πρβλ. Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 320· ─ ὡσαύτως, καπρίζω, καπρώζω.

Greek Monotonic

καπράω: (κάπρος), μεταφ., είμαι αισχρός, ακόλαστος ή λάγνος, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

καπράω:
1) (о свиньях), находиться в периоде полового возбуждения Arst.;
2) перен. распутничать Arph.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καπράω [κάπρος] geil zijn:. γραὸς καπρώσης τἀφόδια κατεσθίειν de inkomsten van een geil oud wijf verbrassen Aristoph. Pl. 1024.

Middle Liddell

καπράω, κάπρος
metaph. to be lewd or lecherous, Ar.