καταθεματίζω: Difference between revisions

From LSJ

πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1349.png Seite 1349]] = [[καταναθεματίζω]], N. T.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1349.png Seite 1349]] = [[καταναθεματίζω]], N. T.
}}
{{bailly
|btext=<i>c.</i> [[καταναθεματίζω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''καταθεματίζω''': [[ἀναθεματίζω]], κατὰ τὴν ἀνάγνωσιν τῶν κριτικῶν ἐκδόσ. τῆς Καιν. Διαθ. ἐν Εὐαγγ. κ. Ματθ. κς΄, 74, Ἀποκάλ. κβ', 3, ἀντὶ καταναθεματίζω·-καταθεματισμός, οῦ, ὁ, Ἰουστ. Μάρτ. Ἀποκρ. πρὸς Ὀρθοδ. 121, [[ἔνθα]] [[ὡσαύτως]] ὁρίζεται τὸ κατάθεμα, ὡς σημαῖνον τὸ συνθέσθαι τοῖς ἀναθεματίζουσιν.
|lstext='''καταθεματίζω''': [[ἀναθεματίζω]], κατὰ τὴν ἀνάγνωσιν τῶν κριτικῶν ἐκδόσ. τῆς Καιν. Διαθ. ἐν Εὐαγγ. κ. Ματθ. κς΄, 74, Ἀποκάλ. κβ', 3, ἀντὶ καταναθεματίζω·-καταθεματισμός, οῦ, ὁ, Ἰουστ. Μάρτ. Ἀποκρ. πρὸς Ὀρθοδ. 121, [[ἔνθα]] [[ὡσαύτως]] ὁρίζεται τὸ κατάθεμα, ὡς σημαῖνον τὸ συνθέσθαι τοῖς ἀναθεματίζουσιν.
}}
{{bailly
|btext=<i>c.</i> [[καταναθεματίζω]].
}}
}}
{{Thayer
{{Thayer

Revision as of 22:29, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταθεματίζω Medium diacritics: καταθεματίζω Low diacritics: καταθεματίζω Capitals: ΚΑΤΑΘΕΜΑΤΙΖΩ
Transliteration A: katathematízō Transliteration B: katathematizō Transliteration C: katathematizo Beta Code: kataqemati/zw

English (LSJ)

= ἀναθεματίζω, Ev.Matt.26.74.

German (Pape)

[Seite 1349] = καταναθεματίζω, N. T.

French (Bailly abrégé)

c. καταναθεματίζω.

Greek (Liddell-Scott)

καταθεματίζω: ἀναθεματίζω, κατὰ τὴν ἀνάγνωσιν τῶν κριτικῶν ἐκδόσ. τῆς Καιν. Διαθ. ἐν Εὐαγγ. κ. Ματθ. κς΄, 74, Ἀποκάλ. κβ', 3, ἀντὶ καταναθεματίζω·-καταθεματισμός, οῦ, ὁ, Ἰουστ. Μάρτ. Ἀποκρ. πρὸς Ὀρθοδ. 121, ἔνθα ὡσαύτως ὁρίζεται τὸ κατάθεμα, ὡς σημαῖνον τὸ συνθέσθαι τοῖς ἀναθεματίζουσιν.

English (Thayer)

(καταναθεματίζω) (κατανάθεμα, which see); equivalent to καταθεματίζω (q v.) (Justin Martyr, dialog contra Trypho,
c. 47, and other ecclesiastical writings.)

Greek Monolingual

καταθεματίζω (Α) κατάθεμα
αναθεματίζω.

Greek Monotonic

καταθεματίζω: = ἀναθεματίζω, καταριέμαι, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

καταθεματίζω: клясться (κ. καὶ ὀμνύειν NT).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καταθεματίζω [κατάθεμα] vloeken.

Middle Liddell

= ἀναθεματίζω
to curse, NTest.

Chinese

原文音譯:katanaqemat⋯zw 卡特-安那-帖馬提索
詞類次數:動詞(1)
原文字根:向下-向上-安置的
字義溯源:發咒;由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下,按照)與(ἀναθεματίζω)=宣告,起誓)組成;其中 (ἀναθεματίζω)出自(ἀνάθεμα)=被革除,受咒詛), (ἀνάθεμα)出自(ἀνατίθημι)=宣布),而 (ἀνατίθημι)又由(ἀνά)*=上)與(τίθημι)*=設立,安放)組成。
同義字:1) (ἀναθεματίζω)宣告,起誓 2) (κατάθεμα / κατανάθεμα)咒詛 3) (καταθεματίζω / καταναθεματίζω)發咒 4) (καταράομαι)咒罵
出現次數:總共(1);太(1)
譯字彙編
1) 發咒(1) 太26:74