μεθάλλομαι: Difference between revisions
τίς δ' οἶδεν εἰ τὸ ζῆν μέν ἐστι κατθανεῖν, τὸ κατθανεῖν δὲ ζῆν κάτω νομίζεται → who knows if life is death, and if in the underworld death is considered life
m (Text replacement - "s’" to "s'") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0111.png Seite 111]] (s. [[ἅλλομαι]]), hinüber, nach Einem springen, vom feindlichen Darauflosspringen, χαλκῷ, δουρί, Il. 5, 336. 11, 538. 14, 443, u. vom Löwen gesagt 12, 305; nachspringen, einholen, 23, 345; immer in dem syncop. aor. [[μετάλμενος]]. Sonst nur bei Sp., εἴς τινα, App. B. C. 5, 120; ἐπὶ τὸν βόθρον, Mel. 6, 14. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0111.png Seite 111]] (s. [[ἅλλομαι]]), hinüber, nach Einem springen, vom feindlichen Darauflosspringen, χαλκῷ, δουρί, Il. 5, 336. 11, 538. 14, 443, u. vom Löwen gesagt 12, 305; nachspringen, einholen, 23, 345; immer in dem syncop. aor. [[μετάλμενος]]. Sonst nur bei Sp., εἴς τινα, App. B. C. 5, 120; ἐπὶ τὸν βόθρον, Mel. 6, 14. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> μεθαλοῦμαι ; <i>part. ao. syncopé</i> [[μετάλμενος]], <i>ion. p.</i> *μεθάλμενος;<br /><b>1</b> sauter, <i>càd</i> s'élancer à la suite de;<br /><b>2</b> s'élancer sur <i>ou</i> contre : τινί sur qqn.<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[ἅλλομαι]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μεθάλλομαι''': ἀποθ., ἀλλὰ παρ’ Ὁμ. ἐν χρήσει μόνον κατὰ μετοχ. ἀορ. συγκεκομμ. [[μετάλμενος]]· - [[ἐφάλλομαι]], ἐπιπηδῶ, ἐφορμῶ, ἐπὶ πολεμιστῶν, οὔτασε… [[μετάλμενος]] ὀξέϊ χαλκῷ Ἰλ. Ε. 336· οὔτασε δουρὶ μ. Ξ. 443· Τρώεσσι μ. Ν. 362· ἐπὶ λέοντος, ἥρπαξε μ. (ἐξυπ. τοῖς μήλοις) Μ. 305. 2) ὁρμῶ κατόπιν τινός, ἐν ἀγῶνι, οὐκ ἔσθ’ ὅς κέ σ’ ἕλῃσι μ. Ψ. 345. ΙΙ. πηδῶ ἀπὸ πλοίου εἰς [[πλοῖον]], Ἀππ. Ἐμφύλ. 120. | |lstext='''μεθάλλομαι''': ἀποθ., ἀλλὰ παρ’ Ὁμ. ἐν χρήσει μόνον κατὰ μετοχ. ἀορ. συγκεκομμ. [[μετάλμενος]]· - [[ἐφάλλομαι]], ἐπιπηδῶ, ἐφορμῶ, ἐπὶ πολεμιστῶν, οὔτασε… [[μετάλμενος]] ὀξέϊ χαλκῷ Ἰλ. Ε. 336· οὔτασε δουρὶ μ. Ξ. 443· Τρώεσσι μ. Ν. 362· ἐπὶ λέοντος, ἥρπαξε μ. (ἐξυπ. τοῖς μήλοις) Μ. 305. 2) ὁρμῶ κατόπιν τινός, ἐν ἀγῶνι, οὐκ ἔσθ’ ὅς κέ σ’ ἕλῃσι μ. Ψ. 345. ΙΙ. πηδῶ ἀπὸ πλοίου εἰς [[πλοῖον]], Ἀππ. Ἐμφύλ. 120. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |
Revision as of 23:00, 1 October 2022
English (LSJ)
used by Hom. only in Ep. aor. part. μετάλμενος:— A leap, rush upon, of warriors, οὔτασε… μετάλμενος ὀξέϊ δουρί Il.5.336; οὔτασε δουρὶ μ. 14.443; Τρώεσσι μ. ἐν φόβον ὦρσε 13.362; of a lion, ἥρπαξε μ. 12.305, cf. Hld.10.30. 2 rush after, in a race, οὐκ ἔσθ' ὅς κέ σ' ἕλησι μ. Il.23.345. II leap from one ship to another in a sea-fight, ἐς ἀλλήλους App.BC5.120; spring from side to side, hither and thither, τᾷ καὶ τᾷ τὸν Ἔρωτα μετάλμενον Bion Fr.10.6, cf. Hld.6.14, Them.Or.22.269c.
German (Pape)
[Seite 111] (s. ἅλλομαι), hinüber, nach Einem springen, vom feindlichen Darauflosspringen, χαλκῷ, δουρί, Il. 5, 336. 11, 538. 14, 443, u. vom Löwen gesagt 12, 305; nachspringen, einholen, 23, 345; immer in dem syncop. aor. μετάλμενος. Sonst nur bei Sp., εἴς τινα, App. B. C. 5, 120; ἐπὶ τὸν βόθρον, Mel. 6, 14.
French (Bailly abrégé)
f. μεθαλοῦμαι ; part. ao. syncopé μετάλμενος, ion. p. *μεθάλμενος;
1 sauter, càd s'élancer à la suite de;
2 s'élancer sur ou contre : τινί sur qqn.
Étymologie: μετά, ἅλλομαι.
Greek (Liddell-Scott)
μεθάλλομαι: ἀποθ., ἀλλὰ παρ’ Ὁμ. ἐν χρήσει μόνον κατὰ μετοχ. ἀορ. συγκεκομμ. μετάλμενος· - ἐφάλλομαι, ἐπιπηδῶ, ἐφορμῶ, ἐπὶ πολεμιστῶν, οὔτασε… μετάλμενος ὀξέϊ χαλκῷ Ἰλ. Ε. 336· οὔτασε δουρὶ μ. Ξ. 443· Τρώεσσι μ. Ν. 362· ἐπὶ λέοντος, ἥρπαξε μ. (ἐξυπ. τοῖς μήλοις) Μ. 305. 2) ὁρμῶ κατόπιν τινός, ἐν ἀγῶνι, οὐκ ἔσθ’ ὅς κέ σ’ ἕλῃσι μ. Ψ. 345. ΙΙ. πηδῶ ἀπὸ πλοίου εἰς πλοῖον, Ἀππ. Ἐμφύλ. 120.
English (Autenrieth)
only aor. part., μετάλμενος, springing after or upon a person or thing, overtaking. (Il.)
Greek Monolingual
μεθάλλομαι (Α)
1. (για πολεμιστές) ορμώ κατεπάνω, εφορμώ, χυμάω («οὔτασε... μετάλμενος ὀζέϊ δουρί», Ομ. Ιλ.)
2. (για αθλητικό αγώνα) πηδώ ή τρέχω πίσω από κάποιον άλλο («οὐκ ἔσθ' ὃς κὲ σ' ἕλησι μετάλμενος οὐδὲ παρέλθῃ»
Ομ. Ιλ.)
3. (ειδικά από πλοίο σε πλοίο) πηδώ από ένα σε άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + ἅλλομαι «ορμώ, χυμώ, πηδώ»].
Greek Monotonic
μεθάλλομαι: αποθ., συγκεκ. μτχ. αόρ. βʹ μετάλμενος·
1. πηδώ ή ορμώ πάνω σε κάποιον ή κάτι, με δοτ., σε Ομήρ. Ιλ.
2. ορμώ κάποιον σε αγώνα, σε ίδ.
Russian (Dvoretsky)
μεθάλλομαι: (только part. aor. sing. μετάλμενος из *μεθάλμενος) наскакивать, набрасываться (Τρώεσσι, sc. τοῖς μήλοις Hom.).
Middle Liddell
Dep., syncop. aor2 part. μετάλμενος
1. to leap or rush upon, c. dat., Il.
2. to rush after, in a race, Il.