οἶνοψ: Difference between revisions

From LSJ

Ἐχθροὺς ἀμύνου μὴ ‘πὶ τῇ σαυτοῦ βλάβῃ → Ulciscere hostem, non tamen damno tuo → Die Feinde wehre ohne Schaden für dich ab

Menander, Monostichoi, 152
m (Text replacement - "d’" to "d'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=oi)=noy
|Beta Code=oi)=noy
|Definition=οπος, ὁ, ([[ὄψ]]) [[wine-coloured]], Hom. (never in nom.) [[epithet]] of the [[sea]], [[wine-dark]], <span class="bibl">Il.23.316</span>, <span class="bibl">Od.5.132</span>, <span class="bibl">2.421</span>; of oxen, [[wine-red]], [[deep-red]], βόε οἴνοπε <span class="bibl">Il.13.703</span>, <span class="bibl">Od.13.32</span>; also οἰ. Βάκχος <span class="title">AP</span>6.44; νύμφη οἴνοπα πῆχυν ἀνεῖλκε <span class="bibl">Tryph.521</span>.</span>
|Definition=οπος, ὁ, ([[ὄψ]]) [[wine-coloured]], Hom. (never in nom.) [[epithet]] of the [[sea]], [[wine-dark]], <span class="bibl">Il.23.316</span>, <span class="bibl">Od.5.132</span>, <span class="bibl">2.421</span>; of oxen, [[wine-red]], [[deep-red]], βόε οἴνοπε <span class="bibl">Il.13.703</span>, <span class="bibl">Od.13.32</span>; also οἰ. Βάκχος <span class="title">AP</span>6.44; νύμφη οἴνοπα πῆχυν ἀνεῖλκε <span class="bibl">Tryph.521</span>.</span>
}}
{{bailly
|btext=οἴνοπος (ὁ, ἡ)<br />de la couleur du vin, <i>càd</i> d'un rouge foncé.<br />'''Étymologie:''' [[οἶνος]], [[ὤψ]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''οἶνοψ''': -οπος, ὁ, (ὢψ) ὁ ἔχων τὸ [[χρῶμα]] τοῦ οἴνου, Ὅμ. ([[οὐδαμοῦ]] κατ’ ὀνομ.), ἐπίθετον τῆς θαλάσσης, μέλαινα ὡς ὁ [[οἶνος]] (ἴδε [[οἶνος]]), ἐπὶ οἴνοπι πόντῳ Ἰλ. Ψ. 316, Ὀδ. Ε. 132, Β. 421˙ πρβλ. πορφύρεος˙ [[ὡσαύτως]] παρ’ Ὁμ. ἐπὶ βοῶν ἐχόντων τὸ [[χρῶμα]] τοῦ οἴνου, βαθέως ἐρυθροί, βόε οἴνοπε Ἰλ. Ν. 703, Ὀδ. Ν. 32, πρβλ. Wern. εἰς Τρυφιόδ. 521, Gladstone Hom. Stud. 3. 472˙ πρβλ. [[οἰνωπός]].
|lstext='''οἶνοψ''': -οπος, ὁ, (ὢψ) ὁ ἔχων τὸ [[χρῶμα]] τοῦ οἴνου, Ὅμ. ([[οὐδαμοῦ]] κατ’ ὀνομ.), ἐπίθετον τῆς θαλάσσης, μέλαινα ὡς ὁ [[οἶνος]] (ἴδε [[οἶνος]]), ἐπὶ οἴνοπι πόντῳ Ἰλ. Ψ. 316, Ὀδ. Ε. 132, Β. 421˙ πρβλ. πορφύρεος˙ [[ὡσαύτως]] παρ’ Ὁμ. ἐπὶ βοῶν ἐχόντων τὸ [[χρῶμα]] τοῦ οἴνου, βαθέως ἐρυθροί, βόε οἴνοπε Ἰλ. Ν. 703, Ὀδ. Ν. 32, πρβλ. Wern. εἰς Τρυφιόδ. 521, Gladstone Hom. Stud. 3. 472˙ πρβλ. [[οἰνωπός]].
}}
{{bailly
|btext=οἴνοπος (ὁ, ἡ)<br />de la couleur du vin, <i>càd</i> d'un rouge foncé.<br />'''Étymologie:''' [[οἶνος]], [[ὤψ]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth

Revision as of 23:00, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἶνοψ Medium diacritics: οἶνοψ Low diacritics: οίνοψ Capitals: ΟΙΝΟΨ
Transliteration A: oînops Transliteration B: oinops Transliteration C: oinops Beta Code: oi)=noy

English (LSJ)

οπος, ὁ, (ὄψ) wine-coloured, Hom. (never in nom.) epithet of the sea, wine-dark, Il.23.316, Od.5.132, 2.421; of oxen, wine-red, deep-red, βόε οἴνοπε Il.13.703, Od.13.32; also οἰ. Βάκχος AP6.44; νύμφη οἴνοπα πῆχυν ἀνεῖλκε Tryph.521.

French (Bailly abrégé)

οἴνοπος (ὁ, ἡ)
de la couleur du vin, càd d'un rouge foncé.
Étymologie: οἶνος, ὤψ.

Greek (Liddell-Scott)

οἶνοψ: -οπος, ὁ, (ὢψ) ὁ ἔχων τὸ χρῶμα τοῦ οἴνου, Ὅμ. (οὐδαμοῦ κατ’ ὀνομ.), ἐπίθετον τῆς θαλάσσης, μέλαινα ὡς ὁ οἶνος (ἴδε οἶνος), ἐπὶ οἴνοπι πόντῳ Ἰλ. Ψ. 316, Ὀδ. Ε. 132, Β. 421˙ πρβλ. πορφύρεος˙ ὡσαύτως παρ’ Ὁμ. ἐπὶ βοῶν ἐχόντων τὸ χρῶμα τοῦ οἴνου, βαθέως ἐρυθροί, βόε οἴνοπε Ἰλ. Ν. 703, Ὀδ. Ν. 32, πρβλ. Wern. εἰς Τρυφιόδ. 521, Gladstone Hom. Stud. 3. 472˙ πρβλ. οἰνωπός.

English (Autenrieth)

οπος: winy, wine-colored, epithet of the sea and of cattle, Od. 13.32.

Greek Monolingual

οἶνοψ, -οπος, ὁ (Α)
(ποιητ. τ.) αυτός που έχει το χρώμα ερυθρού ή μαύρου οίνου, σκοτεινόχρωμος, μαυροκόκκινος, κοκκινωπός (α. «μήτι δ' αὖτε κυβερνήτης ἐνὶ οἴνοπι πόντῳ νῆα θοὴν ἰθύνει», Ομ. Ιλ.
β. «ὣς τ' ἐν νειῷ, βόε οἴνοπε πηκτὸν ἄροτρον... τιταίνετον», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + -οψ (πιθ. < ὄψ «όψη», βλ. και λ. όπωπα), πρβλ. μήλ-οψ].

Greek Monotonic

οἶνοψ: -οπος, ὁ (ὄψ), αυτός που έχει χρώμα κρασιού, στο σκούρο χρώμα του κρασιού, λέγεται για τη θάλασσα (ποτέ στην ονομ.), ἐπὶ οἴνοπι πόντῳ, σε Όμηρ.· λέγεται για τα βόδια, αυτά που έχουν το χρώμα του βαθυκόκκινου κρασιού, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

οἶνοψ: οπος adj.
1) цвета вина, т. е. темный или потемневший (πόντος Hom.);
2) красновато-рыжий, гнедой (βοῦς Hom.).

Middle Liddell

οἶν-οψ, οπος, [ὤψ]
wine-coloured, wine-dark (never in nom.), ἐπὶ οἴνοπι πόντῳ Hom.; of oxen, wine-red, Hom.