προσδιαφθείρω: Difference between revisions
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
|||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0756.png Seite 756]] noch dazu vernichten, verderben; Soph. [[ὄλωλα]] καὶ σὲ προσδιαφθερῶ [[ξυνών]], Phil. 76; Plut. Camill. 22; pass., Isocr. 19, 29; D. Cass. 61, 4. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0756.png Seite 756]] noch dazu vernichten, verderben; Soph. [[ὄλωλα]] καὶ σὲ προσδιαφθερῶ [[ξυνών]], Phil. 76; Plut. Camill. 22; pass., Isocr. 19, 29; D. Cass. 61, 4. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=perdre <i>ou</i> faire périr en outre.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[διαφθείρω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προσδιαφθείρω''': [[διαφθείρω]], [[καταστρέφω]] [[προσέτι]], τινὰ Σοφ. Φιλ. 76· στρατιώτας Πλούτ. Λούκουλλ. 30, κτλ. ― Παθ., καταστρέφομαι [[προσέτι]], Ἰσοκρ. 390Β. | |lstext='''προσδιαφθείρω''': [[διαφθείρω]], [[καταστρέφω]] [[προσέτι]], τινὰ Σοφ. Φιλ. 76· στρατιώτας Πλούτ. Λούκουλλ. 30, κτλ. ― Παθ., καταστρέφομαι [[προσέτι]], Ἰσοκρ. 390Β. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 08:38, 2 October 2022
English (LSJ)
A destroy besides, τινα S.Ph.76, cf. Plu.Cam.22, Lib.Ep.26.1:—Pass., perish besides, Isoc.19.29. II corrupt, spoil besides, τοὺς λοιποὺς ταπιδοφάντας PCair Zen. 484.16 (iii B.C.); τὴν τροφήν Sor.1.53; τὸ χρηστὸν αἷμα Gal. ap. Orib.51.36.2; τὸ ὑπάρχον cause abortion of the existing foetus as well, Hp.Vict.1.31. III pervert besides, τινὰ ἐλπίσι Plu.Cic.17, cf. Luc.30:—Pass., J.BJ4.3.2.
German (Pape)
[Seite 756] noch dazu vernichten, verderben; Soph. ὄλωλα καὶ σὲ προσδιαφθερῶ ξυνών, Phil. 76; Plut. Camill. 22; pass., Isocr. 19, 29; D. Cass. 61, 4.
French (Bailly abrégé)
perdre ou faire périr en outre.
Étymologie: πρός, διαφθείρω.
Greek (Liddell-Scott)
προσδιαφθείρω: διαφθείρω, καταστρέφω προσέτι, τινὰ Σοφ. Φιλ. 76· στρατιώτας Πλούτ. Λούκουλλ. 30, κτλ. ― Παθ., καταστρέφομαι προσέτι, Ἰσοκρ. 390Β.
Greek Monolingual
Α
1. καταστρέφω κάποιον ή κάτι επί πλέον (ὄλῳλα καὶ σὲ προσδιαφθερῶ ξυνών», Σοφ.)
2. αποστερώ επί πλέον
3. προκαλώ επίσης έκτρωση του εμβρύου
4. μτφ. διαστρέφω, διαστρεβλώνω.
Greek Monotonic
προσδιαφθείρω: μέλ. -φθερῶ, καταστρέφω επιπλέον, σε Σοφ. — Παθ., χάνομαι, πεθαίνω, σε Ισοκρ.
Russian (Dvoretsky)
προσδιαφθείρω: одновременно губить, уничтожать (τινά и τι Plut.): ὄλωλα καὶ σὲ προσδιαφθερῶ ξυνών Soph. (если Филоктет узнает о моем прибытии), я погиб и одновременно погублю тебя.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσ-διαφθείρω erbij doden; met acc..; καὶ σὲ προσδιαφθερῶ en ik zal jou in mijn ondergang meeslepen Soph. Ph. 76; verpesten:. προσδιέφθειραν ἐλπίσι κεναῖς zij verpestten (hem) bovendien met loze verwachtingen Plut. Cic. 17.5.
Middle Liddell
fut. -φθερῶ
to destroy besides, Soph.: —Pass. to perish besides, Isocr.