σιτηρός: Difference between revisions

From LSJ

Εὐδαίμονες οἷσι κακῶν ἄγευστος αἰών → Blessed are those whose lives have no taste of suffering

Sophocles, Antigone, 583
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0885.png Seite 885]] 1) zum Getreide gehörig; μέτρα, Getreidemaaße, Arist. Eth. 5, 7; [[μέδιμνος]], Inscr. 123; ἀγγεῖα, Getreidegefäße, Sp. – 2) zur Beköstigung, zum Proviant gehörig, eßbar, Sp. – 3) τὰ σιτηρά, die Getreidearten, die zum Getreide gerechneten Feldfrüchte, Theophr.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0885.png Seite 885]] 1) zum Getreide gehörig; μέτρα, Getreidemaaße, Arist. Eth. 5, 7; [[μέδιμνος]], Inscr. 123; ἀγγεῖα, Getreidegefäße, Sp. – 2) zur Beköstigung, zum Proviant gehörig, eßbar, Sp. – 3) τὰ σιτηρά, die Getreidearten, die zum Getreide gerechneten Feldfrüchte, Theophr.
}}
{{bailly
|btext=ά, όν :<br />de blé, qui concerne le blé.<br />'''Étymologie:''' [[σῖτος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σῑτηρός''': -ά, -όν, ([[σῖτος]]) ὁ ἐκ σίτου, τὰ σ. γεύματα, τροφὴ παρασκευαζομένη ἐκ σίτου, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 385· - μέτρα σ., μέτρα διὰ τὸν σῖτον, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 5. 7, 5· [[μέδιμνος]] σ. Συλλ. Ἐπιγρ. 123, 27. ΙΙ. ὁ πρὸς τροφὴν [[κατάλληλος]], [[ἐδώδιμος]], Ξενοκρ. π. Ἐνυδρ. 41. ΙΙΙ. [[καρπὸς]] ὁ σ., [[σῖτος]] ἢ σιτηρὰ παντὸς εἴδους, γεννήματα, Θεοφρ. π. Ἀνέμ. 13· οὕτω, τὰ σιτηρὰ = τὰ σιτώδη, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰ ζῷα, λάχανα, ὁ αὐτ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 10, 7, Διοσκ. 3 ἐν προοιμ.
|lstext='''σῑτηρός''': -ά, -όν, ([[σῖτος]]) ὁ ἐκ σίτου, τὰ σ. γεύματα, τροφὴ παρασκευαζομένη ἐκ σίτου, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 385· - μέτρα σ., μέτρα διὰ τὸν σῖτον, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 5. 7, 5· [[μέδιμνος]] σ. Συλλ. Ἐπιγρ. 123, 27. ΙΙ. ὁ πρὸς τροφὴν [[κατάλληλος]], [[ἐδώδιμος]], Ξενοκρ. π. Ἐνυδρ. 41. ΙΙΙ. [[καρπὸς]] ὁ σ., [[σῖτος]] ἢ σιτηρὰ παντὸς εἴδους, γεννήματα, Θεοφρ. π. Ἀνέμ. 13· οὕτω, τὰ σιτηρὰ = τὰ σιτώδη, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰ ζῷα, λάχανα, ὁ αὐτ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 10, 7, Διοσκ. 3 ἐν προοιμ.
}}
{{bailly
|btext=ά, όν :<br />de blé, qui concerne le blé.<br />'''Étymologie:''' [[σῖτος]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 08:55, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῑτηρός Medium diacritics: σιτηρός Low diacritics: σιτηρός Capitals: ΣΙΤΗΡΟΣ
Transliteration A: sitērós Transliteration B: sitēros Transliteration C: sitiros Beta Code: sithro/s

English (LSJ)

ά, όν, A of corn, τὰ σ. γεύματα food made from corn, Hp. Acut.10; σ. μέτρα corn measures, Arist.EN1135a2; μέδιμνος σ. IG22.1013.27; σιτηρά, ἡ, tax on corn, ib.1707.6, BGU1742.16, 1743.13 (i B.C.). II fit for food, eatable, Xenocr. ap. Orib.2.58.47. III καρπὸς ὁ σ. cereals, Thphr.Vent.13; so τὰ σ.,= τὰ σιτώδη, opp. ζῷα, λάχανα, Id.HP1.10.7, 8.2.3, Dsc.3 Prooem.

German (Pape)

[Seite 885] 1) zum Getreide gehörig; μέτρα, Getreidemaaße, Arist. Eth. 5, 7; μέδιμνος, Inscr. 123; ἀγγεῖα, Getreidegefäße, Sp. – 2) zur Beköstigung, zum Proviant gehörig, eßbar, Sp. – 3) τὰ σιτηρά, die Getreidearten, die zum Getreide gerechneten Feldfrüchte, Theophr.

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
de blé, qui concerne le blé.
Étymologie: σῖτος.

Greek (Liddell-Scott)

σῑτηρός: -ά, -όν, (σῖτος) ὁ ἐκ σίτου, τὰ σ. γεύματα, τροφὴ παρασκευαζομένη ἐκ σίτου, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 385· - μέτρα σ., μέτρα διὰ τὸν σῖτον, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 5. 7, 5· μέδιμνος σ. Συλλ. Ἐπιγρ. 123, 27. ΙΙ. ὁ πρὸς τροφὴν κατάλληλος, ἐδώδιμος, Ξενοκρ. π. Ἐνυδρ. 41. ΙΙΙ. καρπὸς ὁ σ., σῖτος ἢ σιτηρὰ παντὸς εἴδους, γεννήματα, Θεοφρ. π. Ἀνέμ. 13· οὕτω, τὰ σιτηρὰ = τὰ σιτώδη, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰ ζῷα, λάχανα, ὁ αὐτ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 10, 7, Διοσκ. 3 ἐν προοιμ.

Greek Monolingual

-ά, -ό / σιτηρός, -ά, -όν, ΝΜΑ
βοτ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα σιτηρά
τα καλλιεργούμενα είδη φυτών, που, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, ανήκουν στην οικογένεια αγρωστώδη, όπως είναι το σιτάρι, η σίκαλη, το κριθάρι, το ρύζι, ο αραβόσιτος κ.ά., καθώς και οι εδώδιμοι αμυλούχοι καρποί τών φυτών αυτών, αλλ. δημητριακά
μσν.-αρχ.
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο σιτάρι
αρχ.
1. παρασκευασμένος από σιτάρι
2. εδώδιμος, φαγώσιμος
3. το θηλ. ως ουσ.σιτηρά
ο δασμός του σιταριού
4. φρ. «καρπὸςσιτηρός» — τα σιτηρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + επίθημα -ηρός (πρβλ. μοχθ-ηρός)].

Greek Monotonic

σῑτηρός: -ά, -όν, αυτός που παρασκευάζεται από σιτηρά, δημητριακός, μέτρασιτηρά, μέτρα (σταθμά) για το ζύγισμα των σιτηρών, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

σῑτηρός: хлебный, предназначенный для хлеба в зерне (μέτρα Arst.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σιτηρός -ά -όν [σῖτος] van graan, koren-:. μέτρα σιτηρά korenmaten Aristot. EN 1135a2.

Middle Liddell

σῑτηρός, ή, όν
of corn, μέτρα ς. corn-measures, Arist.