συγχώρησις: Difference between revisions

From LSJ

Γιγνώσκεις οὖν καὶ σὺ τὰ στρατηγικὰ ἔργα → Therefore you, too, know the works (i.e. job) of a general.

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' εως ἡ) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2, $3 $4")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0972.png Seite 972]] ἡ, das Zugeben, Nachgeben, Beistimmen; Plat. Crat. 435 b Legg. VI, 770 c und öfter; Plut. Cat. min. 25.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0972.png Seite 972]] ἡ, das Zugeben, Nachgeben, Beistimmen; Plat. Crat. 435 b Legg. VI, 770 c und öfter; Plut. Cat. min. 25.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />concession, consentement.<br />'''Étymologie:''' [[συγχωρέω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''συγχώρησις''': ἡ, [[παραχώρησις]], [[συγκατάθεσις]], συναίνεσις, Πλάτ. Νόμ. 770C· τὴν σιγὴν σ. [[θεῖναι]], θεωρῆσαι ὡς συγκατάθεσιν, ὁ αὐτ. ἐν Κρατ. 435Β· τὴν τῷ λόγῳ σ., ἀποδοχήν, συγκατάθεσιν δηλουμένην διὰ τοῦ λόγου, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 837Ε. 2) ὡς καὶ νῦν, [[συγχώρησις]], [[ἄφεσις]], Ἰω. Χρυσ. ΙΧ, 502D, 678Ε, κλπ.
|lstext='''συγχώρησις''': ἡ, [[παραχώρησις]], [[συγκατάθεσις]], συναίνεσις, Πλάτ. Νόμ. 770C· τὴν σιγὴν σ. [[θεῖναι]], θεωρῆσαι ὡς συγκατάθεσιν, ὁ αὐτ. ἐν Κρατ. 435Β· τὴν τῷ λόγῳ σ., ἀποδοχήν, συγκατάθεσιν δηλουμένην διὰ τοῦ λόγου, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 837Ε. 2) ὡς καὶ νῦν, [[συγχώρησις]], [[ἄφεσις]], Ἰω. Χρυσ. ΙΧ, 502D, 678Ε, κλπ.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />concession, consentement.<br />'''Étymologie:''' [[συγχωρέω]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 09:10, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγχώρησις Medium diacritics: συγχώρησις Low diacritics: συγχώρησις Capitals: ΣΥΓΧΩΡΗΣΙΣ
Transliteration A: synchṓrēsis Transliteration B: synchōrēsis Transliteration C: sygchorisis Beta Code: sugxw/rhsis

English (LSJ)

εως, ἡ,
A agreement, consent, Pl.Lg.770c, OGI508.9 (Ephesus, ii A.D.); τὴν σιγὴν συγχώρησιν θήσω = take silence for consent, Pl.Cra.435b; τὴν τῷ λόγῳ συγχώρησιν = your agreement to my argument, Id.Lg.837e; assent, Aristid.Quint. 2.10 (pl.); coupled with συνδρομή, Hermog.Id.2.1.
2 agreement submitted to a court in conformity with a verdict, settlement of an action, Mitteis Chr.31 ii 11 (ii B.C.).
b any legal agreement in the form of a memorial presented to the record office (καταλογεῖον) of the chief justice at Alexandria, BGU1053 ii 17, al. (i B.C.), 1574.13 (ii A.D.), CPR188.24 (ii A.D.), etc.; cession, conveyance of property in this form, BGU 1772.23 (i B.C.), Arch.Pap.5.390 (i A.D.), Sammelb.6016.24 (ii A.D.), etc.
3 forgiveness, Eustr. in EN374.4.

German (Pape)

[Seite 972] ἡ, das Zugeben, Nachgeben, Beistimmen; Plat. Crat. 435 b Legg. VI, 770 c und öfter; Plut. Cat. min. 25.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
concession, consentement.
Étymologie: συγχωρέω.

Greek (Liddell-Scott)

συγχώρησις: ἡ, παραχώρησις, συγκατάθεσις, συναίνεσις, Πλάτ. Νόμ. 770C· τὴν σιγὴν σ. θεῖναι, θεωρῆσαι ὡς συγκατάθεσιν, ὁ αὐτ. ἐν Κρατ. 435Β· τὴν τῷ λόγῳ σ., ἀποδοχήν, συγκατάθεσιν δηλουμένην διὰ τοῦ λόγου, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 837Ε. 2) ὡς καὶ νῦν, συγχώρησις, ἄφεσις, Ἰω. Χρυσ. ΙΧ, 502D, 678Ε, κλπ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συγχώρησις -εως, ἡ [συγχωρέω] instemming (met), met dat.. δέχεσθαι... τὴν τῷ λόγῳ συγχώρησιν jullie instemming met het betoog accepteren Plat. Lg. 837e.

Russian (Dvoretsky)

συγχώρησις: εως ἡ уступка, согласие Plut.: ἡ τῷ λόγῳ σ. Plat. согласие на словах; τὴν σιγήν σου συγχώρησιν θήσω Plat. твое молчание я приму за согласие.

English (Woodhouse)

giving way

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Greek Monolingual

η / συγχώρησις, -ήσεως, ΝΜΑ και συγχώρεση και συχώρεση, σχώρεση Ν, και σουγχώρεισις Α συγχωρῶ
η ενέργεια του συγχωρώ, παροχή συγγνώμης, άφεση αμαρτιών (α. «ζήτησε συγχώρηση για το κακό που τους έκανε» β. «ἵνα τῶν ἰδίων ἁμαρτημάτων... συγχώρησιν ποιήσηται», Επιφάν.)
νεοελλ.
φρ. «μετά συγχωρήσεως» — με το συμπάθιο, συγγνώμη
αρχ.
1. συγκατάθεση, συμφωνία (α. «ἧν δὲ ἡ συγχώρησις ἕν ἔχουσα κεφάλαιον», Πλάτ.
β. «τὴν τῷ λόγῳ συγχώρησιν» — συγκατάθεση που δηλώνεται με λόγο, Πλάτ.)
2. συμφωνία που υποβλήθηκε στο δικαστήριο όπως όριζε η ετυμηγορία του, συμβιβασμός πάνω σε μια πράξη («συνεισέδωκέ μοι συγχώρησιν, καθ' ἣν ἐδηλοῦτο μήτε πρότερον μήτε νῦν ἀντιποιεῖσθαι τῆς οἰκίας», πάπ.)
3. (στην Αλεξάνδρεια) νομική συμφωνία με τη μορφή υπομνήματος στο ανώτατο δικαστήριο («κατὰ συγχώρησιν τελειωθεῖσαν διὰ τοῦ ἐν Ἀλεξανδρείᾳ καταλογείου», πάπ.).