συνεπηχέω: Difference between revisions

From LSJ

Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3, $4 $5")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=sunephxe/w
|Beta Code=sunephxe/w
|Definition=<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[join in singing]], [[join in a chorus]], ἐξῆρχε παιᾶνα, οἱ δὲ πάντες συνεπήχησαν <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>3.3.58</span>, cf. <span class="bibl">7.1.25</span>; κορυφαίου κατάρξαντος σ. πᾶς ὁ χορός <span class="bibl">Arist.<span class="title">Mu.</span>399a15</span>; συνεπήχουν πρὸς τὸ ἐνδόσιμον <span class="bibl">Max.Tyr.7.7</span>: metaph., [[chime in with]], <span class="bibl">Ph.1.321</span>, Plu.2.44c, <span class="bibl">Them.<span class="title">Or.</span>18.218a</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[re-echo]], οἶκος <span class="bibl">Luc.<span class="title">Dom.</span>3</span>, cf. <span class="bibl">J.<span class="title">AJ</span>12.9.4</span>, <span class="bibl">D.C.66.22</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">III</span> Pass., to [[be sounded at the same time]], <b class="b3">τῶν ἡμιφώνων τι -εφηχεῖται</b> (sic) <span class="bibl">Phld.<span class="title">Po.</span>2.16</span>.</span>
|Definition=<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[join in singing]], [[join in a chorus]], ἐξῆρχε παιᾶνα, οἱ δὲ πάντες συνεπήχησαν <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>3.3.58</span>, cf. <span class="bibl">7.1.25</span>; κορυφαίου κατάρξαντος σ. πᾶς ὁ χορός <span class="bibl">Arist.<span class="title">Mu.</span>399a15</span>; συνεπήχουν πρὸς τὸ ἐνδόσιμον <span class="bibl">Max.Tyr.7.7</span>: metaph., [[chime in with]], <span class="bibl">Ph.1.321</span>, Plu.2.44c, <span class="bibl">Them.<span class="title">Or.</span>18.218a</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[re-echo]], οἶκος <span class="bibl">Luc.<span class="title">Dom.</span>3</span>, cf. <span class="bibl">J.<span class="title">AJ</span>12.9.4</span>, <span class="bibl">D.C.66.22</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">III</span> Pass., to [[be sounded at the same time]], <b class="b3">τῶν ἡμιφώνων τι -εφηχεῖται</b> (sic) <span class="bibl">Phld.<span class="title">Po.</span>2.16</span>.</span>
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> chanter tous ensemble en chœur ; <i>particul.</i> approuver par des applaudissements unanimes;<br /><b>2</b> faire écho, résonner.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἐπηχέω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''συνεπηχέω''': [[ὁμοῦ]] ἠχῶ, [[συνοδεύω]] παιᾶνα μὲ τὸν ἦχον τῆς φωνῆς μου, [[συμψάλλω]], ὁ μὲν ἐξῆρχε παιᾶνα, οἱ δὲ πάντες συνεπήχησαν Ξεν. Κύρ. 3. 3, 58, πρβλ. 7. 1, 25· κορυφαίου κατάρξαντος συνεπηχεῖ πᾶς ὁ χορὸς ἀνδρῶν τε καὶ γυναικῶν Ἀριστ. π. Κόσμ. 6. 20· ― μεταφ., ἀποτελῶ συνήχησιν, συμφωνίαν μετά τινος, Πλούτ. 2. 44D, Θεμίστ. 218Α. ΙΙ. ἀντηχῶ, ἀντιλαλῶ, οἴκων ὁ [[κάλλιστος]] ἐς ὑποδοχὴν λόγων [[ἀναπεπταμένος]]... [[ἠρέμα]] καὶ αὐτὸς [[ὥσπερ]] τὰ ἄντρα συνεπηχῶν Λουκ. π. Οἴκ. 3, πρβλ. Δίωνα Κ. 66. 22, κλπ.
|lstext='''συνεπηχέω''': [[ὁμοῦ]] ἠχῶ, [[συνοδεύω]] παιᾶνα μὲ τὸν ἦχον τῆς φωνῆς μου, [[συμψάλλω]], ὁ μὲν ἐξῆρχε παιᾶνα, οἱ δὲ πάντες συνεπήχησαν Ξεν. Κύρ. 3. 3, 58, πρβλ. 7. 1, 25· κορυφαίου κατάρξαντος συνεπηχεῖ πᾶς ὁ χορὸς ἀνδρῶν τε καὶ γυναικῶν Ἀριστ. π. Κόσμ. 6. 20· ― μεταφ., ἀποτελῶ συνήχησιν, συμφωνίαν μετά τινος, Πλούτ. 2. 44D, Θεμίστ. 218Α. ΙΙ. ἀντηχῶ, ἀντιλαλῶ, οἴκων ὁ [[κάλλιστος]] ἐς ὑποδοχὴν λόγων [[ἀναπεπταμένος]]... [[ἠρέμα]] καὶ αὐτὸς [[ὥσπερ]] τὰ ἄντρα συνεπηχῶν Λουκ. π. Οἴκ. 3, πρβλ. Δίωνα Κ. 66. 22, κλπ.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> chanter tous ensemble en chœur ; <i>particul.</i> approuver par des applaudissements unanimes;<br /><b>2</b> faire écho, résonner.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἐπηχέω]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 09:36, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεπηχέω Medium diacritics: συνεπηχέω Low diacritics: συνεπηχέω Capitals: ΣΥΝΕΠΗΧΕΩ
Transliteration A: synepēchéō Transliteration B: synepēcheō Transliteration C: synepicheo Beta Code: sunephxe/w

English (LSJ)

A join in singing, join in a chorus, ἐξῆρχε παιᾶνα, οἱ δὲ πάντες συνεπήχησαν X.Cyr.3.3.58, cf. 7.1.25; κορυφαίου κατάρξαντος σ. πᾶς ὁ χορός Arist.Mu.399a15; συνεπήχουν πρὸς τὸ ἐνδόσιμον Max.Tyr.7.7: metaph., chime in with, Ph.1.321, Plu.2.44c, Them.Or.18.218a. II re-echo, οἶκος Luc.Dom.3, cf. J.AJ12.9.4, D.C.66.22. III Pass., to be sounded at the same time, τῶν ἡμιφώνων τι -εφηχεῖται (sic) Phld.Po.2.16.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 chanter tous ensemble en chœur ; particul. approuver par des applaudissements unanimes;
2 faire écho, résonner.
Étymologie: σύν, ἐπηχέω.

Greek (Liddell-Scott)

συνεπηχέω: ὁμοῦ ἠχῶ, συνοδεύω παιᾶνα μὲ τὸν ἦχον τῆς φωνῆς μου, συμψάλλω, ὁ μὲν ἐξῆρχε παιᾶνα, οἱ δὲ πάντες συνεπήχησαν Ξεν. Κύρ. 3. 3, 58, πρβλ. 7. 1, 25· κορυφαίου κατάρξαντος συνεπηχεῖ πᾶς ὁ χορὸς ἀνδρῶν τε καὶ γυναικῶν Ἀριστ. π. Κόσμ. 6. 20· ― μεταφ., ἀποτελῶ συνήχησιν, συμφωνίαν μετά τινος, Πλούτ. 2. 44D, Θεμίστ. 218Α. ΙΙ. ἀντηχῶ, ἀντιλαλῶ, οἴκων ὁ κάλλιστος ἐς ὑποδοχὴν λόγων ἀναπεπταμένος... ἠρέμα καὶ αὐτὸς ὥσπερ τὰ ἄντρα συνεπηχῶν Λουκ. π. Οἴκ. 3, πρβλ. Δίωνα Κ. 66. 22, κλπ.

Greek Monotonic

συνεπηχέω: μέλ. -ήσω,
I. τραγουδώ, ψάλλω, υμνώ μαζί με άλλους ή συμμετέχω σε χορικό άσμα, π.χ. σε παιάνα, σε Ξεν.
II. συνηχώ, αντηχώ, αντιλαλώ σε κάτι, σε Λουκ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-επηχέω mede laten weerklinken, in koor zingen. van plaatsen laten weergalmen, echoën.

Russian (Dvoretsky)

συνεπηχέω:
1) откликаться, подхватывать, вторить (πᾶς ὁ χορὸς συνεπηχεῖ Arst.; ἐξῆρχε παιᾶνα, sc. ὁ Κῦρος, συνεπήχησε δὲ πᾶςστρατός Xen.);
2) звучать в ответ, давать отголосок (ὥσπερ τὰ ἄντρα Luc.).

Middle Liddell

fut. ήσω
I. to join in a chant or chorus, Xen.
II. to resound with a thing, Luc.