φακῆ: Difference between revisions
Ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → Woman is silver-plated dirt → Argento sordes illitas puta mulierem → Mit Silber überzogner Schmutz ist eine Frau
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1252.png Seite 1252]] ἡ, 1) die Hülsenfrucht der Linse. – 2) bes. die daraus bereitete Speise, das Linsengericht; Ar. Equ. 1002 Vesp. 811 Plut. 192 u. öfter; Ath. IV, 158; Phanias bei Ath. IX, 406 allgemein von Hülsenfrüchten. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1252.png Seite 1252]] ἡ, 1) die Hülsenfrucht der Linse. – 2) bes. die daraus bereitete Speise, das Linsengericht; Ar. Equ. 1002 Vesp. 811 Plut. 192 u. öfter; Ath. IV, 158; Phanias bei Ath. IX, 406 allgemein von Hülsenfrüchten. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><i>p. contr. p.</i> [[φακέα]];<br />plat <i>ou</i> purée de lentilles.<br />'''Étymologie:''' fém. de *φακέος, dér. de [[φακός]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φᾰκῆ''': ῆς, ἡ, συνῃρ. ἐκ τοῦ [[φακέα]], τὸν τὺπον δὲ τοῦτον καταγελᾷ ὁ Εὔφρων, ἐπὰν δὲ καλέσῃ… φακέαν τὴν φακῆν, τί δεῖ ποιεῖν; ὁ αὐτ. ἐν «Ἀποδιδούσῃ» 1 (ἴδε Meineke). ― ὡς καὶ νῦν, [[ἔδεσμα]] ἐκ φακῶν (φακοί), Ἀριστοφ. Ἱππ. 1007, Σφ. 811, κ. ἀλλ., πρβλ. Ἀθήν. 156-8, καὶ ἴδε [[φακός]]. ― Ἴδε Κόντου Φιλολογικὰ Σύμμικτα ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Δ΄, σ. 312. | |lstext='''φᾰκῆ''': ῆς, ἡ, συνῃρ. ἐκ τοῦ [[φακέα]], τὸν τὺπον δὲ τοῦτον καταγελᾷ ὁ Εὔφρων, ἐπὰν δὲ καλέσῃ… φακέαν τὴν φακῆν, τί δεῖ ποιεῖν; ὁ αὐτ. ἐν «Ἀποδιδούσῃ» 1 (ἴδε Meineke). ― ὡς καὶ νῦν, [[ἔδεσμα]] ἐκ φακῶν (φακοί), Ἀριστοφ. Ἱππ. 1007, Σφ. 811, κ. ἀλλ., πρβλ. Ἀθήν. 156-8, καὶ ἴδε [[φακός]]. ― Ἴδε Κόντου Φιλολογικὰ Σύμμικτα ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Δ΄, σ. 312. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 10:25, 2 October 2022
English (LSJ)
ῆς, ἡ, contr. for φακέα, a form found in Epich.33, ridiculed by Euphro 3:—dish of lentils (φακοί), lentil-soup, Ar.Eq.1007, V.811, al., Diocl.Fr.141, PHib.1.112.77 (iii B. C.), etc.; in parodies of Trag.Adesp.89,92 ap.Ath.4.156f: prov. τοὐπὶ τῇ φ. μύρον 'pearls before swine', Sopat.14, Clearch.53, Cic.Att.1.19.2; title of Menippean satire by Varro; ὅταν φακῆν ἕψητε μὴ 'πιχεῖν μύρον Stratt.45.
German (Pape)
[Seite 1252] ἡ, 1) die Hülsenfrucht der Linse. – 2) bes. die daraus bereitete Speise, das Linsengericht; Ar. Equ. 1002 Vesp. 811 Plut. 192 u. öfter; Ath. IV, 158; Phanias bei Ath. IX, 406 allgemein von Hülsenfrüchten.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
p. contr. p. φακέα;
plat ou purée de lentilles.
Étymologie: fém. de *φακέος, dér. de φακός.
Greek (Liddell-Scott)
φᾰκῆ: ῆς, ἡ, συνῃρ. ἐκ τοῦ φακέα, τὸν τὺπον δὲ τοῦτον καταγελᾷ ὁ Εὔφρων, ἐπὰν δὲ καλέσῃ… φακέαν τὴν φακῆν, τί δεῖ ποιεῖν; ὁ αὐτ. ἐν «Ἀποδιδούσῃ» 1 (ἴδε Meineke). ― ὡς καὶ νῦν, ἔδεσμα ἐκ φακῶν (φακοί), Ἀριστοφ. Ἱππ. 1007, Σφ. 811, κ. ἀλλ., πρβλ. Ἀθήν. 156-8, καὶ ἴδε φακός. ― Ἴδε Κόντου Φιλολογικὰ Σύμμικτα ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Δ΄, σ. 312.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ, και ασυναίρ. τ. φακέα Α
βοτ. κοινή, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, ονομασία του γένους αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών λενς, που ανήκει στην οικογένεια ψυχανθή ή φαβίδες
β) κοινή, σήμερα, ονομασία του είδους φυτών Lens esculenta ή Lens culinaris και του εδώδιμου σπέρματός του, που αποτελεί μια από τις αρχαιότερες καλλιεργούμενες τροφές του ανθρώπου και πολυτιμότατο όσπριο
νεοελλ.
φρ. α) «αντί πινακίου φακής» — αντί μηδαμινής αμοιβής, με ευτελές αντάλλαγμα
β) «παλληκάρι της φακής»
ειρων. θρασύδειλος
γ) «φακή τών νερών»
βοτ. κοινή ονομασία τριών ειδών του γένους φυτών λέμνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φακός + κατάλ. -ῆ / -έα (πρβλ. συκ-ῆ / -έα)].
Greek Monotonic
φᾰκῆ: -ῆς, ἡ, πιάτο με φακές (φακοί), σούπα φακές, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
φᾰκῆ: ἡ чечевица или чечевичная похлебка Arph., Xen., Arst., Plut.
Middle Liddell
a dish of lentils (φακοί), lentil-soup, Ar.