ψό: Difference between revisions

From LSJ

κῆπος κεκλεισμένος, ἀδελφή μου νύμφη, κῆπος κεκλεισμένος, πηγὴ ἐσφραγισμένη (Song of Solomon 4:12) → A garden locked is my sister bride, a garden locked, a fountain sealed (LXX) | A garden enclosed is my sister, my spouse; a spring shut up, a fountain sealed (KJV)

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1401.png Seite 1401]] ein Ausruf des Ekels, Widerwillens, Abscheues, pfui; Phot.; Soph. frg. 461 im E. M.; Hdn. περὶ μον. λ. p. 46.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1401.png Seite 1401]] ein Ausruf des Ekels, Widerwillens, Abscheues, pfui; Phot.; Soph. frg. 461 im E. M.; Hdn. περὶ μον. λ. p. 46.
}}
{{bailly
|btext=<i>interj.</i><br /><i>expression marquant le dégoût, le mépris</i> : pouah !.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ψό''': πομενικὸν [[ἐπίφθεγμα]], Σοφ. Ἀποσπ. 461 (Ἡρῳδιαν. περὶ Μονήρων Λέξ. σ. 46, 16), πρβλ. Φώτ. ἐν λ., Meineke Com. Gr. 2, 1223.
|lstext='''ψό''': πομενικὸν [[ἐπίφθεγμα]], Σοφ. Ἀποσπ. 461 (Ἡρῳδιαν. περὶ Μονήρων Λέξ. σ. 46, 16), πρβλ. Φώτ. ἐν λ., Meineke Com. Gr. 2, 1223.
}}
{{bailly
|btext=<i>interj.</i><br /><i>expression marquant le dégoût, le mépris</i> : pouah !.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΜΑ<br />[[επιφώνημα]] που δήλωνε [[αηδία]], [[αποστροφή]] ή [[αγανάκτηση]]<br /><b>αρχ.</b><br />ποιμενικό [[επίφθεγμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Επιφώνημα δηλωτικό αηδίας, αγανάκτησης, αποδοκιμασίας, που χρησιμοποιήθηκε στον σχηματισμό πολλών τ. με σημ. «[[ψώρα]], [[ακαθαρσία]], [[αιθάλη]]» ([[πρβλ]]. <i>ψώα</i>, [[ψόλος]], [[ψόθος]] [Ι]), [[αλλά]] και «[[θόρυβος]], [[υπόκωφος]] [[ήχος]]» ([[πρβλ]]. [[ψόθος]] [II], [[ψόφος]][Ι]). Είναι δύσκολο, [[ωστόσο]], να επισημανθεί με [[βεβαιότητα]] σε ποια από τις δύο ομόηχες ινδοευρωπαϊκές ρίζες ανάγονται οι τ., στην <i>bhes</i>- «[[φυσώ]], [[εκπνέω]]» ([[πρβλ]]. [[ψεύδομαι]], [[ψυχή]]) ή στην <i>bhes</i>- «[[τρίβω]], [[χτυπώ]]» ([[πρβλ]]. <i>ψήω</i> / <i>ψῆν</i>)].
|mltxt=ΜΑ<br />[[επιφώνημα]] που δήλωνε [[αηδία]], [[αποστροφή]] ή [[αγανάκτηση]]<br /><b>αρχ.</b><br />ποιμενικό [[επίφθεγμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Επιφώνημα δηλωτικό αηδίας, αγανάκτησης, αποδοκιμασίας, που χρησιμοποιήθηκε στον σχηματισμό πολλών τ. με σημ. «[[ψώρα]], [[ακαθαρσία]], [[αιθάλη]]» ([[πρβλ]]. <i>ψώα</i>, [[ψόλος]], [[ψόθος]] [Ι]), [[αλλά]] και «[[θόρυβος]], [[υπόκωφος]] [[ήχος]]» ([[πρβλ]]. [[ψόθος]] [II], [[ψόφος]][Ι]). Είναι δύσκολο, [[ωστόσο]], να επισημανθεί με [[βεβαιότητα]] σε ποια από τις δύο ομόηχες ινδοευρωπαϊκές ρίζες ανάγονται οι τ., στην <i>bhes</i>- «[[φυσώ]], [[εκπνέω]]» ([[πρβλ]]. [[ψεύδομαι]], [[ψυχή]]) ή στην <i>bhes</i>- «[[τρίβω]], [[χτυπώ]]» ([[πρβλ]]. <i>ψήω</i> / <i>ψῆν</i>)].
}}
}}

Revision as of 11:30, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψό Medium diacritics: ψό Low diacritics: ψο Capitals: ΨΟ
Transliteration A: psó Transliteration B: pso Transliteration C: pso Beta Code: yo/

English (LSJ)

a shepherd's call, S.Fr.521, cf. Ael.Dion.Fr.337. II an exclamation of disgust or contempt, pshaw! Phot.; dub. in A.Fr.82, Ar.Fr.892/3.

German (Pape)

[Seite 1401] ein Ausruf des Ekels, Widerwillens, Abscheues, pfui; Phot.; Soph. frg. 461 im E. M.; Hdn. περὶ μον. λ. p. 46.

French (Bailly abrégé)

interj.
expression marquant le dégoût, le mépris : pouah !.

Greek (Liddell-Scott)

ψό: πομενικὸν ἐπίφθεγμα, Σοφ. Ἀποσπ. 461 (Ἡρῳδιαν. περὶ Μονήρων Λέξ. σ. 46, 16), πρβλ. Φώτ. ἐν λ., Meineke Com. Gr. 2, 1223.

Greek Monolingual

ΜΑ
επιφώνημα που δήλωνε αηδία, αποστροφή ή αγανάκτηση
αρχ.
ποιμενικό επίφθεγμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Επιφώνημα δηλωτικό αηδίας, αγανάκτησης, αποδοκιμασίας, που χρησιμοποιήθηκε στον σχηματισμό πολλών τ. με σημ. «ψώρα, ακαθαρσία, αιθάλη» (πρβλ. ψώα, ψόλος, ψόθος [Ι]), αλλά και «θόρυβος, υπόκωφος ήχος» (πρβλ. ψόθος [II], ψόφος[Ι]). Είναι δύσκολο, ωστόσο, να επισημανθεί με βεβαιότητα σε ποια από τις δύο ομόηχες ινδοευρωπαϊκές ρίζες ανάγονται οι τ., στην bhes- «φυσώ, εκπνέω» (πρβλ. ψεύδομαι, ψυχή) ή στην bhes- «τρίβω, χτυπώ» (πρβλ. ψήω / ψῆν)].