ψύθος: Difference between revisions

From LSJ

Ψεύδει γὰρ ἡ ‘πίνοια τὴν γνώμην → A second thought proves one's first thought false

Sophocles, Antigone, 389
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1402.png Seite 1402]] τό, seltnere poet. Nebenform statt ψεῦδος, 1) Lüge, Ohrenbläserei, Verleumdung, Aesch. Ag. 465. 1059. – 2) als adj. lügenhaft, verleumderisch, falsch, unwahr, Callim. frg. 184.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1402.png Seite 1402]] τό, seltnere poet. Nebenform statt ψεῦδος, 1) Lüge, Ohrenbläserei, Verleumdung, Aesch. Ag. 465. 1059. – 2) als adj. lügenhaft, verleumderisch, falsch, unwahr, Callim. frg. 184.
}}
{{bailly
|btext=<i>ion.</i> -εος, <i>att.</i> -ους (τό) :<br />mensonge.<br />'''Étymologie:''' R. Ψυθ ; cf. [[ψεύδω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ψύθος''': [ῠ], εος, τό, ποιητ. [[τύπος]] ταυτόσημος τῷ [[ψεῦδος]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 478. 1089· οὕτω καὶ [[αὐτόθι]] 999, [[ἔνθα]] τινὲς χωρὶς ἀνάγκης εἰκάζουσιν ἐπίθ. ψυθής ἢ ψύθης = ψευδής· - [[οὕτως]] ἐν Καλλ. Ἀποσπ. 184, οὐ [[ψύθος]] οὔνομ’ ἔχουσα, ψ. [[εἶναι]] προσδιορισμὸς κατὰ παρένθεσιν εἰς τὸ [[οὔνομα]]. ([[ἐντεῦθεν]] [[ψυθίζω]], ἴδε [[ψεύδομαι]]).
|lstext='''ψύθος''': [ῠ], εος, τό, ποιητ. [[τύπος]] ταυτόσημος τῷ [[ψεῦδος]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 478. 1089· οὕτω καὶ [[αὐτόθι]] 999, [[ἔνθα]] τινὲς χωρὶς ἀνάγκης εἰκάζουσιν ἐπίθ. ψυθής ἢ ψύθης = ψευδής· - [[οὕτως]] ἐν Καλλ. Ἀποσπ. 184, οὐ [[ψύθος]] οὔνομ’ ἔχουσα, ψ. [[εἶναι]] προσδιορισμὸς κατὰ παρένθεσιν εἰς τὸ [[οὔνομα]]. ([[ἐντεῦθεν]] [[ψυθίζω]], ἴδε [[ψεύδομαι]]).
}}
{{bailly
|btext=<i>ion.</i> -εος, <i>att.</i> -ους (τό) :<br />mensonge.<br />'''Étymologie:''' R. Ψυθ ; cf. [[ψεύδω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 11:40, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψύθος Medium diacritics: ψύθος Low diacritics: ψύθος Capitals: ΨΥΘΟΣ
Transliteration A: psýthos Transliteration B: psythos Transliteration C: psythos Beta Code: yu/qos

English (LSJ)

[ῠ], εος, τό, poet. collat. form for ψεῦδος, lie, untruth, A.Ag. 478 (lyr.), 999 (lyr., pl.), 1089 (pl.):—in Call.Fr.184, οὐ ψύθος οὔνομ' ἔχουσα, ψ. is a Subst. in appos. with οὔνομα.

German (Pape)

[Seite 1402] τό, seltnere poet. Nebenform statt ψεῦδος, 1) Lüge, Ohrenbläserei, Verleumdung, Aesch. Ag. 465. 1059. – 2) als adj. lügenhaft, verleumderisch, falsch, unwahr, Callim. frg. 184.

French (Bailly abrégé)

ion. -εος, att. -ους (τό) :
mensonge.
Étymologie: R. Ψυθ ; cf. ψεύδω.

Greek (Liddell-Scott)

ψύθος: [ῠ], εος, τό, ποιητ. τύπος ταυτόσημος τῷ ψεῦδος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 478. 1089· οὕτω καὶ αὐτόθι 999, ἔνθα τινὲς χωρὶς ἀνάγκης εἰκάζουσιν ἐπίθ. ψυθής ἢ ψύθης = ψευδής· - οὕτως ἐν Καλλ. Ἀποσπ. 184, οὐ ψύθος οὔνομ’ ἔχουσα, ψ. εἶναι προσδιορισμὸς κατὰ παρένθεσιν εἰς τὸ οὔνομα. (ἐντεῦθεν ψυθίζω, ἴδε ψεύδομαι).

Greek Monolingual

και ψύδος, -ους, τὸ, Α
(ποιητ. τ.) ψεύδος, ψέμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ουδ. ψύδος ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα του ψεύδομαι, ενώ ο τ. ψύθος εμφανίζει δασεία οδοντική παρέκταση -θ- (πρβλ. ψιθυρίζω)].

Greek Monotonic

ψύθος: [ῠ], -εος, τό, ποιητ. τύπος ισοδ. του ψεῦδος, ψέμα, αναλήθεια, συκοφαντία, διαβολή, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ψύθος: εος (ῠ) τό Aesch. = ψεῦδος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ψύθος -ους, zonder contr. -εος, τό [~ ψεύδω?] leugen, valsheid.

Middle Liddell

ψῠ́θος, ος, εος, τό,
a lie, untruth, Aesch. poet. collat. form of ψεῦδος

Frisk Etymology German

ψύθος: {psúthos}
See also: s. ψεῦδος.
Page 2,1140

English (Woodhouse)

falsehood

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)