ἀρίσημος: Difference between revisions
Ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → Woman is silver-plated dirt → Argento sordes illitas puta mulierem → Mit Silber überzogner Schmutz ist eine Frau
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0351.png Seite 351]] ([[σῆμα]]), sehr deutlich, offenkundig, H. h. Merc. 12; -σαμος Theocr. 25, 158. – Adv. -σήμως Heliod. 6, 14. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0351.png Seite 351]] ([[σῆμα]]), sehr deutlich, offenkundig, H. h. Merc. 12; -σαμος Theocr. 25, 158. – Adv. -σήμως Heliod. 6, 14. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> notable, remarquable;<br /><b>2</b> tout à fait visible.<br />'''Étymologie:''' ἀρι-, [[σῆμα]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀρίσημος''': -ον, ([[σῆμα]]) [[λίαν]] [[φανερός]], ἀξιοσημείωτος, [[περιφανής]], ἀρίσημα δὲ ἔργα τέτυκτο Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 12· καὶ [[τύμβος]] καὶ παῖδες ἐν ἀνθρώποις ἀρίσημοι Τυρταῖος 9. 29· [[εἰκών]], Συλλ. Ἐπιγρ. 5362b. ΙΙ. [[σφόδρα]] [[ἐναργής]], ὀρατός, [[τρίβος]] Θεόκρ. 25. 158. - Ἐπίρρ. -μως Ἡλιόδ. 6. 14. | |lstext='''ἀρίσημος''': -ον, ([[σῆμα]]) [[λίαν]] [[φανερός]], ἀξιοσημείωτος, [[περιφανής]], ἀρίσημα δὲ ἔργα τέτυκτο Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 12· καὶ [[τύμβος]] καὶ παῖδες ἐν ἀνθρώποις ἀρίσημοι Τυρταῖος 9. 29· [[εἰκών]], Συλλ. Ἐπιγρ. 5362b. ΙΙ. [[σφόδρα]] [[ἐναργής]], ὀρατός, [[τρίβος]] Θεόκρ. 25. 158. - Ἐπίρρ. -μως Ἡλιόδ. 6. 14. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 13:35, 2 October 2022
English (LSJ)
[ᾰρῐ], ον, (σῆμα) A notable, ἀρίσημα δὲ ἔργα τέτυκτο h.Merc. 12; καὶ τύμβος καὶ παῖδες ἐν ἀνθρώποις ἀρίσημοι Tyrt.12.29; ἀνήρ Hp. Ep.10; εἰκών Epigr.Gr.260 (Cyrene). II plain, visible, τρίβος Theoc.25.158. Adv. -μως Hld.6.14.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): ἀρίσαμος GVI 1254.1 (Cirene III/II a.C.)
• Prosodia: [ᾰρῐ-]
I 1fácil de ver, bien visible τρίβος Theoc.25.158.
2 ilustre, famoso τύμβος καὶ παῖδες Tyrt.8.29, ἀνήρ Hp.Ep.10, ἔργα h.Merc.12, ἱρά Maiist.35, εἰκών GVI l.c.
II adv. -ως muy claramente τὴν μαντείαν ἀ. δηλοῦν Hld.6.14.6.
German (Pape)
[Seite 351] (σῆμα), sehr deutlich, offenkundig, H. h. Merc. 12; -σαμος Theocr. 25, 158. – Adv. -σήμως Heliod. 6, 14.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 notable, remarquable;
2 tout à fait visible.
Étymologie: ἀρι-, σῆμα.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρίσημος: -ον, (σῆμα) λίαν φανερός, ἀξιοσημείωτος, περιφανής, ἀρίσημα δὲ ἔργα τέτυκτο Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 12· καὶ τύμβος καὶ παῖδες ἐν ἀνθρώποις ἀρίσημοι Τυρταῖος 9. 29· εἰκών, Συλλ. Ἐπιγρ. 5362b. ΙΙ. σφόδρα ἐναργής, ὀρατός, τρίβος Θεόκρ. 25. 158. - Ἐπίρρ. -μως Ἡλιόδ. 6. 14.
Greek Monolingual
ἀρίσημος, -ον (Α)
1. αξιοσημείωτος, σημαντικός
2. ευδιάκριτος, αυτός που φαίνεται καθαρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρι- + -σημος < σήμα].
Greek Monotonic
ἀρίσημος: Δωρ. -σᾱμος, -ον (σῆμα)·
I. αξιοσημείωτος, σε Ομηρ. Ύμν., Τυρτ.
III. πολύ σαφής, εναργής, ορατός, σε Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
ἀρίσημος: дор. v.l. ἀρίσᾱμος 2
1) замечательный (ἔργα HH);
2) заметный (τρίβος οὐκ ἀ. ἐν ὕλῃ Theocr.).
Middle Liddell
σῆμα
I. very notable, Hhymn., Tyrtae.
II. very plain, visible, Theocr.