ἀχηνία: Difference between revisions

From LSJ

ἔσσεται ἦμαρ ὅτ' ἄν ποτ' ὀλώλῃ Ἴλιος ἱρή → the day shall come when sacred Ilios shall be laid low

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0418.png Seite 418]] ἡ, Armuth. Mangel, ὀμμάτων Aesch. Ag. 407; χρημάτων Ch. 299; [[φίλων]] Ar. fr. 91.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0418.png Seite 418]] ἡ, Armuth. Mangel, ὀμμάτων Aesch. Ag. 407; χρημάτων Ch. 299; [[φίλων]] Ar. fr. 91.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />manque de ; <i>au plur.</i> ὀμμάτων [[ἐν]] ἀχηνίαις ESCHL regard fixe et comme perdu dans le vide.<br />'''Étymologie:''' [[ἀχήν]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀχηνία''': ἡ, [[ἔνδεια]], ἀνέχεια, [[ἔλλειψις]], [[χρεία]], χρημάτων Αἰσχύλ. Χο. 301· φίλων ἀχηνίᾳ Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 91· ὀμμάτων ἀχηνίαις, ἐλλείψει ζώντων ὀμμάτων, Αἰσχύλ. Ἀγ. 419.
|lstext='''ἀχηνία''': ἡ, [[ἔνδεια]], ἀνέχεια, [[ἔλλειψις]], [[χρεία]], χρημάτων Αἰσχύλ. Χο. 301· φίλων ἀχηνίᾳ Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 91· ὀμμάτων ἀχηνίαις, ἐλλείψει ζώντων ὀμμάτων, Αἰσχύλ. Ἀγ. 419.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />manque de ; <i>au plur.</i> ὀμμάτων [[ἐν]] ἀχηνίαις ESCHL regard fixe et comme perdu dans le vide.<br />'''Étymologie:''' [[ἀχήν]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 13:55, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀχηνία Medium diacritics: ἀχηνία Low diacritics: αχηνία Capitals: ΑΧΗΝΙΑ
Transliteration A: achēnía Transliteration B: achēnia Transliteration C: achinia Beta Code: a)xhni/a

English (LSJ)

[ᾰ], ἡ, need, want, χρημάτων A.Ch.301; φίλων ἀχηνία Ar. Fr.20, cf. 1 D.; ὀμμάτων ἐν ἀχηνίαις in the eyes' blank gaze, A.Ag. 418 (lyr.).

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
• Prosodia: [ᾰ-]
penuria, carencia χρημάτων A.Ch.301, φίλων Ar.Fr.20, cf. Hsch.
fig. ausencia ὀμμάτων de la mirada perdida, A.A.418.
• Etimología: v. ἀχήν.

German (Pape)

[Seite 418] ἡ, Armuth. Mangel, ὀμμάτων Aesch. Ag. 407; χρημάτων Ch. 299; φίλων Ar. fr. 91.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
manque de ; au plur. ὀμμάτων ἐν ἀχηνίαις ESCHL regard fixe et comme perdu dans le vide.
Étymologie: ἀχήν.

Greek (Liddell-Scott)

ἀχηνία: ἡ, ἔνδεια, ἀνέχεια, ἔλλειψις, χρεία, χρημάτων Αἰσχύλ. Χο. 301· φίλων ἀχηνίᾳ Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 91· ὀμμάτων ἀχηνίαις, ἐλλείψει ζώντων ὀμμάτων, Αἰσχύλ. Ἀγ. 419.

Greek Monolingual

ἀχηνία, η (Α)
έλλειψη, ανάγκη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αχήν. Το του τ. ᾰχηνία οφείλεται σε παρετυμολογική επίδραση του - στερητικού)].

Greek Monotonic

ἀχηνία: ἡ, ανάγκη, έλλειψη, χρημάτων, σε Αισχύλ.· ὀμμάτων ἀχηνίαις, το κενό βλέμμα των ματιών, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀχηνία: (ᾰ) ἡ недостаток, отсутствие (χρημάτων Aesch.; φίλων Arph.): ὀμμάτων ἐν ἀχηνίαις Aesch. (о статуе) в невидящих глазах.

Middle Liddell


need, want, χρημάτων Aesch.; ὀμμάτων ἀχηνίαις in the eyes blank gaze, Aesch.

English (Woodhouse)

lack

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)