ἐφορμή: Difference between revisions

From LSJ

Σοφῷ παρ' ἀνδρὶ (Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς) πρῶτος εὑρέθη λόγος → Apud sapientem inventa est ratio primitus → Bei einem weisen Mann fand man zuerst Vernunft

Menander, Monostichoi, 487
m (Text replacement - "l’" to "l'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1123.png Seite 1123]] ἡ, der Ort zum Eindringen, Zugang, Od. 22, 130; – das Angreifen, der Angriff, Thuc. 6, 90 u. sp. D., wie Ap. Rh. 4, 148; das Unternehmen übh., 4, 204.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1123.png Seite 1123]] ἡ, der Ort zum Eindringen, Zugang, Od. 22, 130; – das Angreifen, der Angriff, Thuc. 6, 90 u. sp. D., wie Ap. Rh. 4, 148; das Unternehmen übh., 4, 204.
}}
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>1</b> action d’assaillir, attaque;<br /><b>2</b> endroit par où l'on attaque.<br />'''Étymologie:''' [[ἐφορμάω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐφορμή''': ἡ, [[εἴσοδος]], δι’ ἧς νὰ ἐφορμήσῃ τις, μία δ’ οἴη γίγνετ’ ἐφορμὴ Ὀδ. Χ. 130, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 108, Ὀππ. Ἁλ. 4. 623: - [[προσβολή]], [[ἐπίθεσις]], ἐφορμαῖς λαβεῖν Θουκ. 6. 90, πρβλ. Cöller εἰς 6. 49· [[ἐπιχείρησις]], Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 204.
|lstext='''ἐφορμή''': ἡ, [[εἴσοδος]], δι’ ἧς νὰ ἐφορμήσῃ τις, μία δ’ οἴη γίγνετ’ ἐφορμὴ Ὀδ. Χ. 130, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 108, Ὀππ. Ἁλ. 4. 623: - [[προσβολή]], [[ἐπίθεσις]], ἐφορμαῖς λαβεῖν Θουκ. 6. 90, πρβλ. Cöller εἰς 6. 49· [[ἐπιχείρησις]], Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 204.
}}
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>1</b> action d’assaillir, attaque;<br /><b>2</b> endroit par où l'on attaque.<br />'''Étymologie:''' [[ἐφορμάω]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth

Revision as of 15:45, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐφορμή Medium diacritics: ἐφορμή Low diacritics: εφορμή Capitals: ΕΦΟΡΜΗ
Transliteration A: ephormḗ Transliteration B: ephormē Transliteration C: eformi Beta Code: e)formh/

English (LSJ)

ἡ, way of attack, μία δ' οἴη γίγνετ' ἐφορμή only room for one to attack, Od.22.130, cf. A.R.4.148, Opp.H.4.623; assault, attack, πόλεις ἐφορμαῖς λαβεῖν Th.6.90; enterprise, A.R.4.204.

German (Pape)

[Seite 1123] ἡ, der Ort zum Eindringen, Zugang, Od. 22, 130; – das Angreifen, der Angriff, Thuc. 6, 90 u. sp. D., wie Ap. Rh. 4, 148; das Unternehmen übh., 4, 204.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
1 action d’assaillir, attaque;
2 endroit par où l'on attaque.
Étymologie: ἐφορμάω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐφορμή: ἡ, εἴσοδος, δι’ ἧς νὰ ἐφορμήσῃ τις, μία δ’ οἴη γίγνετ’ ἐφορμὴ Ὀδ. Χ. 130, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 108, Ὀππ. Ἁλ. 4. 623: - προσβολή, ἐπίθεσις, ἐφορμαῖς λαβεῖν Θουκ. 6. 90, πρβλ. Cöller εἰς 6. 49· ἐπιχείρησις, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 204.

English (Autenrieth)

way to speed to (from the interior to the ὁδὸς ἐς λαύρην), Od. 22.130†.

Greek Monolingual

ἐφορμή, ἡ (Α)
1. δρόμος, τόπος επιδρομής, είσοδος για να εφορμήσει κάποιος
2. προσβολή, επίθεση
3. επιχείρηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικός σχηματισμός από το εφορμώ].

Greek Monotonic

ἐφορμή: ἡ,
1. είσοδος επίθεσης, μία δ' οἴη γίγνετ' ἐφορμή, ο μόνος τόπος για να επιτεθεί κάποιος, σε Ομήρ. Οδ.
2. επίθεση, επιδρομή, προσβολή, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἐφορμή:
1) удобное для нападения место, подступ: μία δ᾽ οἴη γίγνετ᾽ ἐ. Hom. только этот подступ и был;
2) нападение: ἐκ γῆς ἐφορμαῖς τὰς πόλεις λαβεῖν Thuc. атаками с суши захватить города.

Middle Liddell

ἐφ-ορμή, ἡ,
1. a way of attack, μία δ' οἴη γίγνετ' ἐφορμή only room for one to attack, Od.
2. an assault, attack, Thuc.