ἑτερόφρων: Difference between revisions
Κατηγορεῖν οὐκ ἔστι καὶ κρίνειν ὁμοῦ → Iudex et accusator esse idem nequit → Wer anklagt, darf nicht auch noch Richter sein zugleich
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1051.png Seite 1051]] ον, anders gesinnt, uneinig, sp. D., wie [[παλμός]] Nonn. D. 10, 36; [[λύσσα]] Claudian. ep. (I, 191; [[κούρη]], wahnsinnig, Tryph. 437; – von den Ketzern, K. S. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1051.png Seite 1051]] ον, anders gesinnt, uneinig, sp. D., wie [[παλμός]] Nonn. D. 10, 36; [[λύσσα]] Claudian. ep. (I, 191; [[κούρη]], wahnsinnig, Tryph. 437; – von den Ketzern, K. S. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br />qui est en démence.<br />'''Étymologie:''' [[ἕτερος]], [[φρήν]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἑτερόφρων''': -ον, ([[φρήν]]) φρονῶν κατὰ τρόπον ἕτερον, [[ἑτερόδοξος]], Δίδυμ. Ἀλ. 808Α, Κύριλλ. Ἀλ. τ. 1. [[μέρος]] 1. σ. 135Ε. ΙΙ. παραδόξως σκεπτόμενος, μαινόμενος, [[ἐμμανής]], ἑτερόφρονα κούρην Τρυφιόδ. 439· ἑτερόφρονα λύσσαν Ἀνθ. Π. 1. 19. | |lstext='''ἑτερόφρων''': -ον, ([[φρήν]]) φρονῶν κατὰ τρόπον ἕτερον, [[ἑτερόδοξος]], Δίδυμ. Ἀλ. 808Α, Κύριλλ. Ἀλ. τ. 1. [[μέρος]] 1. σ. 135Ε. ΙΙ. παραδόξως σκεπτόμενος, μαινόμενος, [[ἐμμανής]], ἑτερόφρονα κούρην Τρυφιόδ. 439· ἑτερόφρονα λύσσαν Ἀνθ. Π. 1. 19. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 17:10, 2 October 2022
English (LSJ)
ον, gen. ονος, thinking strangely, raving, Tryph.439; λύσσα AP1.19 (Claudian.), cf. Nonn.D.9.49.
German (Pape)
[Seite 1051] ον, anders gesinnt, uneinig, sp. D., wie παλμός Nonn. D. 10, 36; λύσσα Claudian. ep. (I, 191; κούρη, wahnsinnig, Tryph. 437; – von den Ketzern, K. S.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
qui est en démence.
Étymologie: ἕτερος, φρήν.
Greek (Liddell-Scott)
ἑτερόφρων: -ον, (φρήν) φρονῶν κατὰ τρόπον ἕτερον, ἑτερόδοξος, Δίδυμ. Ἀλ. 808Α, Κύριλλ. Ἀλ. τ. 1. μέρος 1. σ. 135Ε. ΙΙ. παραδόξως σκεπτόμενος, μαινόμενος, ἐμμανής, ἑτερόφρονα κούρην Τρυφιόδ. 439· ἑτερόφρονα λύσσαν Ἀνθ. Π. 1. 19.
Greek Monolingual
-ον (ΑΜ ἑτερόφρων, -ον)
1. αυτός που σκέπτεται διαφορετικά, που έχει άλλη γνώμη, ο ασύμφωνος
2. (για θρησκευτικά ζητήματα) αλλόθρησκος, αλλόδοξος, αλλόπιστος
μσν.-αρχ.
1. αυτός που σκέπτεται παράδοξα, ο αλλόφρων, ο μαινόμενος
2. (για φυσικά φαινόμενα) παράξενος, αλλιώτικος («ἑτερόφρονι κύματι», Νόνν.).
επίρρ...
ετεροφρόνως
με διαφορετική γνώμη, ετερόδοξα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + -φρων < θ. φρεν- του φρην, πρβλ. ά-φρων].
Greek Monotonic
ἑτερόφρων: -ον (φρήν), αυτός που του έχει γυρίσει το μυαλό, ετερόδοξος, μαινόμενος, τρελός, παράφρονας, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἑτερόφρων: 2, gen. ονος помешавшийся, безумный (λύσσα Anth.).