ἱερατικός: Difference between revisions

From LSJ

ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3, $4 $5")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1240.png Seite 1240]] priesterlich, den Priester betreffend; θυσίαι Arist. pol. 3, 10; Plut. u. a. Sp.; – ἡ ἱερατική, = [[ἱερατεία]], Plat. Pol. 290 d; – γραμμάτων [[μέθοδος]], die Priesterschrift der Aegyptier, Clem. Al.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1240.png Seite 1240]] priesterlich, den Priester betreffend; θυσίαι Arist. pol. 3, 10; Plut. u. a. Sp.; – ἡ ἱερατική, = [[ἱερατεία]], Plat. Pol. 290 d; – γραμμάτων [[μέθοδος]], die Priesterschrift der Aegyptier, Clem. Al.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> de prêtre, sacerdotal;<br /><b>2</b> destiné <i>ou</i> propre aux usages sacrés.<br />'''Étymologie:''' [[ἱεράομαι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἱερατικός''': -ή, -όν, ἀνήκων εἰς τὸ ἱερατικὸν [[ἀξίωμα]], θυσίαι Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 14, 12, πρβλ. Πλουτ. Μάρκελλ. 5., 2. 34Ε, 729Α· ἡ ἱερατικὴ (δηλ. [[τέχνη]]) = [[ἱερατεία]], Πλάτ. Πολιτικ. 290D· οἱ ἱερατικοί, ἡ [[τάξις]] τῶν ἱερέων, Ἡλιόδ. 7. 11. ΙΙ. ἀφιερωμένος εἰς ἱεροὺς σκοπούς, Λουκ. Φιλοψ. 12· τὰ ἱερατικά, τὸ ἱερὸν [[ταμεῖον]], Συλλ. Ἐπιγρ. 4595· ἴδε [[ἱερογλυφικός]]. - Ἐπίρρ. -κῶς, Γρηγ. Νύσσ. τ. 2. σ. 168D, κλ.
|lstext='''ἱερατικός''': -ή, -όν, ἀνήκων εἰς τὸ ἱερατικὸν [[ἀξίωμα]], θυσίαι Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 14, 12, πρβλ. Πλουτ. Μάρκελλ. 5., 2. 34Ε, 729Α· ἡ ἱερατικὴ (δηλ. [[τέχνη]]) = [[ἱερατεία]], Πλάτ. Πολιτικ. 290D· οἱ ἱερατικοί, ἡ [[τάξις]] τῶν ἱερέων, Ἡλιόδ. 7. 11. ΙΙ. ἀφιερωμένος εἰς ἱεροὺς σκοπούς, Λουκ. Φιλοψ. 12· τὰ ἱερατικά, τὸ ἱερὸν [[ταμεῖον]], Συλλ. Ἐπιγρ. 4595· ἴδε [[ἱερογλυφικός]]. - Ἐπίρρ. -κῶς, Γρηγ. Νύσσ. τ. 2. σ. 168D, κλ.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> de prêtre, sacerdotal;<br /><b>2</b> destiné <i>ou</i> propre aux usages sacrés.<br />'''Étymologie:''' [[ἱεράομαι]].
}}
}}
{{eles
{{eles

Revision as of 17:38, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱερᾱτικός Medium diacritics: ἱερατικός Low diacritics: ιερατικός Capitals: ΙΕΡΑΤΙΚΟΣ
Transliteration A: hieratikós Transliteration B: hieratikos Transliteration C: ieratikos Beta Code: i(eratiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A priestly, sacerdotal, θυσίαι Arist.Pol.1285b10; ὑπομνήματα Plu.Marc.5; στέφανος, ἁγιστεῖαι, Id.2.34e, 729a; ὀνόματα Luc.Philops.12; λόγος Ptol.Tetr. 87 (-ατητικός codd.); βίος Jul.Ep.89b; ἡ ἱ. (sc. τέχνη), = ἱερατεία, Pl.Plt.290d; οἱ ἱ. the priestly caste, Hld.7.11, cf. Dam.Pr.399. Adv. -κῶς in a sacerdotal sense, ib.256; ἱ. ζῆν as a priest should, Jul. l.c.; σεμνῶς καὶ ἱ. κρίνειν δίκας Just.Nov.79.1. 2 ἱ. βύβλος, χάρτης, name of a kind of papyrus, Str.17.1.15, PMag.Par.1.2105; κόλλημα, πιττάκιον, made of this material, ib.2068,3142. II devoted to sacred purposes, τὰ ἱ. the sacred fund, IGRom.3.1137 (Syria, iii A.D.). III ἱερᾱτ-ικόν, τό, name of a plaster, Gal.13.183.

German (Pape)

[Seite 1240] priesterlich, den Priester betreffend; θυσίαι Arist. pol. 3, 10; Plut. u. a. Sp.; – ἡ ἱερατική, = ἱερατεία, Plat. Pol. 290 d; – γραμμάτων μέθοδος, die Priesterschrift der Aegyptier, Clem. Al.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 de prêtre, sacerdotal;
2 destiné ou propre aux usages sacrés.
Étymologie: ἱεράομαι.

Greek (Liddell-Scott)

ἱερατικός: -ή, -όν, ἀνήκων εἰς τὸ ἱερατικὸν ἀξίωμα, θυσίαι Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 14, 12, πρβλ. Πλουτ. Μάρκελλ. 5., 2. 34Ε, 729Α· ἡ ἱερατικὴ (δηλ. τέχνη) = ἱερατεία, Πλάτ. Πολιτικ. 290D· οἱ ἱερατικοί, ἡ τάξις τῶν ἱερέων, Ἡλιόδ. 7. 11. ΙΙ. ἀφιερωμένος εἰς ἱεροὺς σκοπούς, Λουκ. Φιλοψ. 12· τὰ ἱερατικά, τὸ ἱερὸν ταμεῖον, Συλλ. Ἐπιγρ. 4595· ἴδε ἱερογλυφικός. - Ἐπίρρ. -κῶς, Γρηγ. Νύσσ. τ. 2. σ. 168D, κλ.

Spanish

en lengua sacerdotal

Greek Monolingual

-ή, -ό (ΑΜ ἱερατικός, -ή, -όν)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ιερέα ή στην ιερατεία (α. «ιερατική σχολή» β. «ἱερατικὸν στέφανον», Πλούτ.)
νεοελλ.
φρ. «ιερατική γραφή» και «ιερατικά» — μορφή εξέλιξης της ιερογλυφικής στην Αίγυπτο
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἱερατικόν
το ιερατείο
αρχ.
1. ο αφιερωμένος σε ιερό σκοπό
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἱερατική
(ενν. τέχνη) η ιερατεία, το αξίωμα του ιερέα
3. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ ἱερατικοί
η τάξη τών ιερέων
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἱερατικόν
ονομασία εμπλάστρου
5. φρ. «ἱερατικὴ βύβλος» ἡ «ἱερατικὸς χάρτης» — ονομασία παπύρου.
επίρρ...
ιερατικώς και -ά (ΑΜ ἱερατικῶς)
1. με ιερατικό τρόπο
2. από ιερατική άποψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερός, μέσω ίσως ενός αμάρτ. ιεράτης ή ιερατός (πρβλ. ιερατεύω)].

Greek Monotonic

ἱερᾱτικός: -ή, -όν (ἱερεύς
I. αυτός που χαρακτηρίζει ή αναφέρεται στο λειτούργημα του ιερέα, ιερατικός, σε Αριστ., Πλούτ.
II. αφιερωμένος σε ιερούς σκοπούς, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἱερᾱτικός:
1) жреческий (θυσίαι Arst., Plut.);
2) обрядовый, культовый, священный (ὀνόματα Luc.; στέφανος Plut.).

Middle Liddell

ἱερᾱτικός, ή, όν ἱερεύς
I. of or for the priest's office, priestly, Arist., Plut.
II. devoted to sacred purposes, Luc.